Κυριακή Αναμνηστικής Κούτας


Με πιάνει τις Κυριακές. Πολύ. Γιατί οι Κυριακές, είναι η πιο αυθεντικά Ελληνική ημέρα. Η μέρα που όλα είναι κλειστά, που αν βγείς κατά τις οκτώ έξω, θα δείς τις γιαγιάδες των Άνω Ιλισίων (ο βασικός μας πληθυσμός) να πηγαίνουν στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, που το καφέ "Κουμπί" είναι γεμάτο με κόσμο, μαμάδες και παιδάκια, να τρώνε τοστ ρουφώντας φρεσκοστημένο χυμό πορτοκάλι από μεγάλα χρωματιστά καλαμάκια. Η μέρα που η πολυκατοικία μας μυρίζει κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο και υπόνοια χλωρίνης. Που ο Μελωδία βάζει "Τα κλασσικά του Μελωδία στο Μεσημέρι της Κυριακής" και που εγώ πάω στο περίπτερο να πάρω το "Βήμα" ή την "Καθημερινή" για να διαβάσω τα περιοδικά, πίνοντας σκούρο καφέ από μια γαλλική πρέσα. Η μόνη ειδοποιός διαφορά είναι ξεκάθαρα η αντικατάσταση του Φραπέ με φρέντο και του νες με γαλλικό.
Πολλά αλλάξανε από το 1998, αλλά κάτι τέτοιες Κυριακές, αισθάνομαι σα να μη πέρασε μια μέρα, από μια εποχή που έζησα ντυμένη στα καταπληκτικότερα παιδικά ρούχα (από τη Φρατίνα, το Μπένετον, το Δαναό) με κεντημένα λουλούδια και στάμπες, διαβάζοντας Μίκι Μάους και "Φλινστοουνς", το "Πως τα πέρασες στο Βόλο, Κωστάκη;" και βλέποντας σοβιετικά παιδικά στο 202 και ιαπωνικά στο 0-6. Μια εποχή που δεν έζησα με την καθαρότητα που βιώνεται το σήμερα, αλλά που πάντα νοερά γυρνάω, αναβιώνοντας την σε μικρές συνήθειες. Ήταν η καλύτερη εποχή, κι αυτό το ήξερα από όταν έγινα δώδεκα, που θυμόμουν πως όταν ήμουν έξι, η οικογένειά μας σαφώς πιο δεμένη, απολάμβανε τεράστια πρωινά (αυγά μάτια με στάκα, προζυμένιο ψωμί, χυμό πορτοκάλι, γραβιέρα και μέλι) στην αυλή του σπιτιού στα Χανιά κατά τις καλοκαιρινές διακοπές. Όταν ανέφερα αυτή μου την άποψη (ετών δώδεκα) στη γιαγιά μου, ισχυριζόμενη πως "αχ αυτά ήταν ωραία χρόνια", η γιαγιά με επέπληξε που μιλάω σα γριά. Τελικά είχα δίκιο όμως, κι αυτά ήταν τα πιο ωραία χρόνια.
Βέβαια, πάντα μεγαλώνοντας, κι όσο η ζωή δείχνει το σκληρό της πρόσωπο και τα ποικίλα δράματα της, γυρνάς νοερά στην εποχή της αθωότητας. Τα συναισθήματα σου στροβιλίζονται σαν αδράχτι γύρω από μια ανάμνηση, αγάπης, θαλπωρής και βεβαιότητας πως όλα θα πάνε πολύ καλά, μιας που το "όλα" αφορούσε μονάχα τους μεγάλους, κι όχι εσένα. Έχω ίσως τη λανθασμένη εντύπωση πως ακόμη και οι μεγάλοι όμως, ήταν σαφώς πιο σίγουροι το 1998, παρά 20 χρόνια μετά, δηλαδή σήμερα.
Γεννήθηκα στις επτά Αυγούστου του 1992, λίγο μετά που η Βούλα Πατουλίδου κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στα 100μ στίβου στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης. Η μαμά μου χάρηκε τόσο πολύ που χοροπήδησε πάνω στον καναπέ μέχρι που σπάσαν τα νερά της, και περίπου έξι ώρες αργότερα είδα το πρώτο φως της ζωής μου. Αν και αυτό δε το θυμάμαι. Πάνε εικοσιέξι χρόνια και περίπου ένας μήνας από τότε. Και όλα τα πράγματα που έχουν συμβεί από περίπου το 1996 και μετά τα θυμάμαι. Κυρίως θυμάμαι όμως, τα ζητήματα αισθητικής, της απλής καθημερινής μας ζωής. Θυμάμαι που τα αυτοκίνητα μύριζαν "παλιό", μύριζαν θάλασσα και σκόνη. Θυμάμαι όλες τις κασέτες μας. Με τα παιδικά παραμύθια, με τα τραγούδια του Μάνου Λοίζου, του Χατζηδάκι, και του Θεοδωράκη, της Άλκηστις Πρωτοψάλτη και του Γιάννη Κότσιρα. Όπως επίσης και τις άλλες, από τη σειρά "The great classics", με συλλογές κλασσικής μουσικής που μου χάριζε η θεία μου η Τασούλα. Θυμάμαι τη μαμά μου να οδηγεί το πρώτο μας αυτοκίνητο (ένα Opel Corsa, γιατί ως γνωστόν "τα καλύτερα αυτοκίνητα είναι Γερμανικά") με το παράθυρο ανοιχτό κι εμένα να παίζω με τα "μάτζαλα" μου. Θυμάμαι την κουζίνα μας στο σπίτι μας στο Νέο Ψυχικό, με την παντοτινή μουσική υπόκρουση "Μελωδία FM", με το ενυδρείο μας με τα ψάρια πάνω στον πάγκο, τη μαμά μου να πλένει τα πιάτα στον μαρμάρινο νεροχύτη, εμένα και τον αδερφό μου με τον μπαμπά μας πάνω από μια κατσαρόλα, με σάλτσα για μακαρόνια, να μας αφήνει να ρίχνουμε αλάτι για να νομίζουμε πως μαγειρεύουμε. Έτσι ονομαστήκαμε ποντικομάγειρες. Στην ίδια κουζίνα, σε βράδια Παρασκευής ή Σαββάτου, στο στρογγυλό ξύλινο τραπέζι, με το κάδρο που έλεγε "ΚΑΛΗΜΕΡΑ" από πάνω, να τρώμε κινέζικο για πρώτη φορά, μέσα από χάρτινα κόκκινα κουτιά, και απελπισμένες προσπάθειες να φάμε με chopsticks. Ο αδερφός μου να ερωτεύεται το γλυκόξινο χοιρινό, κι εγώ τις γεμιστές φτερούγες κοτόπουλου. Και μετά, αν ήταν τέτοια εποχή, η μαμά να κάθεται στο μπαλκόνι με τον μπαμπά μας, να πίνει τζιν τονικ, (Gordons & Turbog) με μια φέτα λεμόνι, χωρίς καλαμάκι, μόνο με ένα αναδευτήρι σαν αυτά που δίναν παλιά τα μπαρ (τα οποία τα έκανε η μαμά μου συλλογή, την οποία διέλυσα καθώς μου άρεσε πάρα πολύ να παίζω μαζί τους) και να μου δίνει να γλείψω το αναδευτήρι για να δω τι γεύση έχει αυτό που πίνει. Νομίζω εξηγούνται πολλά τώρα.
Θυμάμαι την θεία μου την Τασούλα, στο γραφείο, που ήταν (ευτυχώς) κάτω από το σπίτι μας, να γράφει τα πάντα χειρόγραφα σε κόλλες Α4 χωρίς γραμμή, με ένα μηχανικό μολύβι rotring 0,7 πίνοντας καφέ Cart D' Or από μια κλασσική καφετιέρα με χάρτινο φίλτρο, και μέσα από κούπες με φλοράλ εκτύπωση, που έδινε ο ΑΒ Βασιλόπουλος μόλις μάζευες αρκετά κουπόνια. Παρουσία, μιας αγέλης με παράταιρα ζώα: Τη Σύμπα, το σκυλί της Τασούλας, γερμανικό ποιμενικό, μια κούκλα αλλά κάπως επιθετική, τη γάτα με το όνομα Ντέφη μια άσπρη Αγγύρας, μια πραγματική καλλονή, που όταν ήταν να πεθάνει έφυγε από το σπίτι, μια δεύτερη γάτα, τη Μίνι, που έσωσε η Σύμπα, όταν ακόμη ήταν νεογέννητη, και την ταΐζαμε με το πλαστικό γατο-μπιμπερό, και ενίοτε έναν παπαγάλο τον Πεπε, που είχαν οι γείτονες μας, και φέρναν πότε πότε, όταν ερχόταν επίσκεψη. Ο παπαγάλος καθόταν πάντα στον ώμο της Μυρτούς κι έτρωγε φιστίκια peanuts, μέσα από ένα μεταλλικό βαζάκι, ενώ ο μπαμπάς μου καθόταν στο γραφείο, μιλώντας σοβαρά για δουλειά στο τηλέφωνο, το οποίο ήταν μαύρο, είχε στριφογυριστό καλώδιο και το κλασσικό ακουστικό.
Και φυσικά θυμάμαι τη μαμά μου με τζιν Levis, μοκασίνια από καφετί δέρμα, t-shirt "Fruit of the Loom", πέντε χρυσούς κρίκους στα αυτιά της, ένα-δυό δαχτυλία, και κοντά αγορέ μαλλιά, να καπνίζει Camel lights, ρίχνοντας τις στάχτες σε ένα κεραμικό εμπριμέ τασάκι. Πίνοντας μαύρο τσάι "Καναρίνι", μιας και από πολύ παλιά δεν έπινε καφέ, και να τριγυρνάει στην αυλή κόβοντας μούσμουλα από τη μουσμουλιά μας.
Σήμερα το πρωί ξύπνησα και δεν είχε περάσει μια μέρα από όταν φόραγα Mary Janes, με λευκές κάλτσες με δαντελίτσα στο τελείωμα. Πήγα στο περίπτερο, πήρα το ΒΗΜΑ για να διαβάσω το ΒΗΜΑgazino, μάζεψα κάτι πεταμένα κλαδιά Αγγελικής από τον κάδο της ανακύκλωσης, είπα καλημέρα στον κύριο Σταύρο το μανάβη από κάτω, ανέβηκα στον τρίτο. Έβγαλα τα παπούτσια μου, έβαλα τις σαγιονάρες μου, πήγα στο μπαλκόνι, φύτεψα μερικά φύλλα αγγελικής κι έβαλα τα μεγάλα κλαδιά σε βάζα, έκανα πρωινό (χυλό βρώμης, λιναρόσπορου και τσία με φρούτα, ξηρούς καρπούς και ταχίνι) έφτιαξα έναν μεγάλο καφέ, έκατσα στον καναπέ παρέα με τα τσιγάρα μου, και διάβασα όλο το ΒΗΜΑgazino, ακούγοντας Μακεδόνα, Σαββόπουλο και Μαχαιρίτσα στα κλασσικά του Μελωδία της Κυριακής, και συνειδητοποίησα πως τελικά ο χρόνος είναι μόνο μια ημερολογιακή ένδειξη για να μη ξεχνάμε τα σημαντικά επερχόμενα ραντεβού μας και τις ώρες διαβάσματος και εργασίας. Τίποτα δεν άλλαξε κι ας ψήλωσα, κι ας απέκτησα βυζιά, κι ας (τι κρίμα!) δε φοράω πια Mary Janes. Η αγάπη και ο,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τον καθένα μας βρίσκεται στα καλύτερα, τα ομορφότερα, τα πιο αθώα και ξέγνοιαστα χρόνια μας. Κάθε φορά που αισθάνομαι να μου λείπει η αγάπη, βλέπω στον ύπνο μου τον τελευταίο μεγάλο μου έρωτα, γιατί το υποσυνείδητο μας μένει κολλημένο στην τελευταία στιγμή που αισθανθήκαμε πλήρεις. Έτσι, και η ζωή μας, αναβιώνει από μόνη της τις ανάλογες στιγμές μας. Κι ακόμα κι όταν η εβδομάδα μου είναι απόλυτα σύγχρονη, με τις ταμπέλες που λένε σε πόση ώρα έρχεται το λεωφορείο, με 6 διαφορετικές εφαρμογές σε χρήση στο κινητό μας, με το λάπτοπ ανοιγμένο και σε λειτουργία και τις ανέπαφες κάρτες τραπέζης, κάθε Κυριακή, θα έχει κάτι από τότε. Κι αυτό επιτρέψτε μου να είναι αναπόσπαστο δικαίωμα μου. Η νοσταλγία είναι εν γένει ένα κακό συναίσθημα, μα η Νοσταλγία των Κυριακών, είναι δικαίωμα.
Σε είκοσι χρόνια από τώρα θα έχουμε 2038, κι εγώ θα είμαι 46, θα κοντεύω μισό αιώνα, και ποιός ξέρει αν θα μένω ακόμα στα Άνω Ιλίσια, αν θα έχω παιδιά ή σκυλιά, αν θα είμαι χαρούμενη ή θα παίρνω ηρεμιστικά, αν ουρλιάζω "εμμηνόπαυση" ή ο χρόνος θα με ξεχάσει και θα με αφήσει για πάντα νέα. Θέλω να πιστεύω όμως, πως ακόμη και τότε, οι Κυριακές μου θα είναι κολλημένες στο 1998, όταν ακόμα υπήρχε χρόνος για τυπωμένες εφημερίδες, καφέ και τσιγάρα, μπαλκόνια και μουσικές που λένε για κοχύλια, ακροθαλασσιές και παλικάρια.


Στην φωτογραφία: εγώ και ο αδερφός μου, ένα καλοκαίρι στο σπίτι στα Χανιά, ντυμένοι στο πνεύμα της εποχής. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άνω Ιλίσια - Χρόνια δυό

Γράμματα στη Ζ (σχεδόν Αντίο)

Η ιστορία των αυγών του δράκου (μέρος πρώτο) / KLIK magazine