Άνω Ιλίσια - Χρόνια δυό


Σχεδόν σα σήμερα το 2016, μετακόμισα στα Άνω Ιλίσια. Παρόλο που γνώρισα κι άλλους ανθρώπους διαμένοντες στην ιδιαίτερη γειτονιά μου, η αλήθεια είναι πως ο περισσότερος κόσμος δεν ξέρει που πέφτουν τα Άνω Ιλίσια, και η αλήθεια είναι πως κι εγώ δεν ήξερα, παρόλο που αυτό είναι το οικογενειακό διαμέρισμα, χρόνια νοικιασμένο σε ηλικιωμένο ζευγάρι που το ρήμαξε. Φλέρταρα με την ιδέα της μετοίκησης εδώ από το καλοκαίρι του 2015, όμως χρειάστηκε ένας επιπλέον χρόνος, ένας ιστορικός χωρισμός, ένα όργανο λιγότερο και πληθώρα συγκυριών για να βρεθώ εδώ. Εδώ που δε το ξέρει κανείς. Στα Άνω Ιλίσια, ο πληθυσμός μας αποτελείται κυρίως από συνταξιούχους και φοιτητές. Οι πρώτοι κάνουν συχνά περισσότερη φασαρία από τα φρεσκαδάκια του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η γειτονιά μου έχει την αύρα χωριού. Γύρω από μια πλατεϊτσα που συχνά συγκεντρώνονται οι ηλικιωμένοι μας, καθεδρεύουν 8-10 πολυκατοικίες, στη βάση των οποίων βρίσκονται, ο φούρνος της κυρίας Μαρίνας, με τη βιτρίνα με τις πάστες και τα σοκολατάκια, τον πάγκο με τα κουλούρια και τα βουτήματα και 10 διαφορετικά ψωμιά (ζυμωτό, χωριάτικο, μπομπότα) και το μπακάλικο του κύριου Σταύρου. Δε νομίζω να έχω αναφερθεί περισσότερο σε μια προσωπικότητα στα γραπτά μου, όσο στον κύριο Σταύρο. Κι αυτό δεν είναι ανεξήγητο καθώς, γράφοντας για το φαγητό στο Casserole Magique, πάντα τον αναφέρω όποτε οι προμήθειες προέρχονταν από τα καφάσια του. Η πελατεία του φούρνου και του μπακάλικου, τους θερινούς μήνες συγκεντρώνεται στην πλατεία, και ο κύριος Σταύρος ψήνει λουκάνικο στο γκαζάκι, ή βγάζει παστό ψάρι και ελιές, κόβει μια ντομάτα, με ψωμί από την κυρία Μαρίνα, κι έτσι συνοδεύει η γειτονιά τις μπύρες της. Κάθε φορά εντυπωσιάζομαι με το πόση φασαρία μπορεί να παραχθεί από τους θαμώνες ενός μονάχα δρόμου. Εγώ κατεβαίνω πάντα τα απογεύματα που διαβάζω, με τη ρόμπα και την παντόφλα-πλατφόρμα που έχω για το σπίτι, και παίρνω φρούτα και μαύρη σοκολάτα, ή δόσεις νες καφέ, για να συνεχίσω το διάβασμα. Δε κοιτάω ποτέ τα ψιλά που παίρνω μαζί με αποτέλεσμα πάντα 30-50 λεπτά να μένουν βερεσέ, αλλά που το πρόβλημα όταν οι άνθρωποι αυτοί έχουν κρατήσει τόσες και τόσες φορές τα κλειδιά του σπιτιού μου; Όταν η υπάλληλος της κυρίας Μαρίνας, η Αθηνά, ξέρει απέξω κι ανακατωτά όλη μου την ερωτική ζωή ή την απουσία αυτής, όταν η αδερφή του κύριου Σταύρου που πάει και βοηθάει στο μαγαζί, μου λέει κάθε πρωί, καλημέρα και να χαμογελάω, όταν πάω να πάρω φρούτα για τη δουλειά, εγώ νιώθω σαν να μην άφησα ποτέ το οικογενειακό μας σπίτι πραγματικά, απλά να βρήκα μια άλλη οικογένεια, με το δωμάτιο μου να είναι ένα ολόκληρο διαμέρισμα στον τρίτο όροφο.
Δύο χρόνια αυτή η γειτονιά. Δύο χρόνια, τις Κυριακές που με ενδιαφέρουν τα ένθετα των εφημερίδων σχεδόν ντύνομαι, πάω στο περίπτερο, κάτω στην Μούσκου, και παίρνω το μηνιαίο Γαστρονόμο μαζί με την Καθημερινή, ή το ΒΗΜΑ για το ΒΗΜΑgazino, και πάω στο καφέ "Κουμπί" που αν περάσω βράδυ θα βρώ τον φίλο μου το Φάνη να μου πεί να δώ μια ακόμη καλτ ταινία (σα τη Φραπαγόρευση, που ακόμα δεν έχω δει) και να γκρινιάξουμε για τα βάρη της εστίασης στην οποία εργαζόμαστε κι οι δυό. Τα πρωινά της Κυριακής όμως, δε βρίσκω κανέναν πέρα από ενοχλητικούς για τη σερβιτόρα πελάτες που ακόμη δε μάθανε πως δε παραγγέλνουμε ποτέ καφέ από την πόρτα του μαγαζιού. Κι εγώ κάθομαι στο μοναδικό καναπέ που έχει έξω, πιάνω όλο το πιθανό χώρο, παραγγέλνω νες μέτριο με μαύρη ζάχαρη και εβαπορέ και τοστ με γαλοπούλα και τυρί. Διαβάζω τις συνταγές του μήνα στο γαστρονόμο (πάντα δυό φορές αυτές με το κοτόπουλο) διαβάζω τα εντιτόριαλς, και τα άρθρα με τα νέα μαγαζιά της Αθήνας, κάνω δυό τσιγάρα και παίρνω την ανηφόρα για το σπίτι. Στο δρόμο πάντα σκέφτομαι, πόσο θα ήθελα να ανοίξω ένα μαγαζί στα Άνω Ιλίσια, με πιάτα ημέρας λιγάκι γιαγιαδίστικα, αλλά καλύτερα να περιμένω να ανοίξει το μετρό μπας και μας γράψει κι εμάς ο Γαστρονόμος. Θυμάμαι πριν χρόνια που δεν ήταν ακόμα hot spot το Παγκράτι σα σήμερα κι έγραφε γι αυτό η Athens Voice κι έλεγε πως στο Παγκράτι ο χρόνος έχει σταματήσει, και κάθε φορά που περπατάω στα Άνω Ιλίσια, σκέφτομαι, καλά ελάτε μια βολτίτσα από εδώ, να δείτε το απαράλλαχτο τοπίο του 1990. Άραγε μένω πολύ λίγο καιρό για να οικειοποιηθώ έτσι τη γειτονιά; Παρόλα αυτά εγώ θα το ανοίξω το μαγερειό, στο άδειο μαγαζί μπροστά στη 6η στάση Ιλισίων, να παίρνουν ταπεράκι και καφέ τα φοιτητούδια μου και να τα κερνάω κομματάκι φριτάτα ημέρας, ή καμιά μπουκιά από το κέικ χωρίς αλεύρι. Θα δημεύσω και τμήμα της βιβλιοθήκης μου, να την κάνω δανειστική, και θα σερβίρω καφέ από την κλασσική εστία καφετιέρας, φίλτρου δηλαδή, για να μπορώ να τον πουλάω μόλις ένα ευρώ, και άμα κάτσεις για πρωινό να σου ξαναγεμίζω το ποτήρι σου δωρεάν σαν αμερικανικό dinner. Τότε θα είμαι ο δήμαρχος Ιλισίων, όχι απλά θα τα έχω οικειοποιηθεί.
Δυό χρόνια Άνω Ιλίσια, και σε αυτό το σπίτι ξεκινήσαμε δύο και μια γάτα και έμεινα τελικά εγώ με 15 γλάστρες φυτά. Εν μέρει πρόκειται για μια λογική εξήγηση. Η γάτα έγινε πολύ ευτυχισμένη στο σπίτι της θείας μου που έχει κήπο και άλλες γάτες, κι η συγκάτοικος μου μετακόμισε λίγο καιρό μετά στα βορειότερα της Αθήνας. Οι υποψήφιοι συγκάτοικοι μετά από εκείνη, απορρίφθηκαν για θέματα καρδιάς και όχι μόνο, και εκείνοι που πραγματικά θα ήθελα να είχαν μοιραστεί μαζί μου τη ζωή τους είχαν σημαντικότερα πράγματα να κάνουν ή εγώ είχα πολύ σοβαρά προβλήματα για να τα διαχειριστούν τότε. Τώρα δε ξέρω. Το τώρα πάντα θα μας γεννά απορίες, πάντα θα λέμε, πως τώρα όλα θα ήταν διαφορετικά, και βέβαια θα ήταν γιατί μάθαμε από τα λάθη μας, αλλά μάλλον είναι πολύ αργά. Πάντα είναι πολύ αργά. ¨Εστειλα μήνυμα στη μάνα μου να μη ξεχάσει να ανεβάσει από τα Χανιά το σίδερο μου το siemens, γιατί έχω εθιστεί -έγραφα- στα σιδερωμένα τα ρούχα. Και μια που εγώ ποτέ δε σιδέρωνα, μου απάντησε η μάνα "ε αφού το άκουσα κι αυτό", και της είπα απλά πως "αλλάζει ο άνθρωπος". Ε και δεν είναι δα και ψέμα, αλλάζει. Απλά για να μάθουμε δυό σωστά πράγματα πρέπει να κάνουμε μια χιλιοστή λάθη, να φάμε και τα μούτρα μας, να πληγώσουμε δυό καρδούλες, να κομματιάσουμε και τη δική μας, να πούμε χοντράδες ή να τα βλέπουμε όλα να καταρρέουν και να μη κάνουμε και τίποτα γιατί δεν έχουμε τόσο τσαγανό τελικά.
Αποχωρίστηκα τα Άνω Ιλίσια, για τέσσερις ολόκληρους μήνες, και έζησα σε μια γειτονιά άλλη, σε ένα νησί μακρινό, σε ένα σπίτι κουκλίστικο, αλλά πλήρως εκτεθειμένο σε πάντες κινδύνους. Από τη μια πάνω στο δρόμο, με τα αυτοκίνητα να μη σταματάνε ποτέ να περνούν, ένας μόνιμος πονοκέφαλος, κι από την άλλη στρέμματα κήπου, με τα φρέσκα τα οπωροκηπευτικά, που ο παππούς μου έβαζε υπερβολικά πολύ λίπασμα, μα κι ο,τι φέρνει ένα αγροτόσπιτο. Ποντικούς, έντομα, ψύλλους και τόσα άλλα. Μετά από μια επίθεση ψύλλων και το αλλεργικό σοκ που προήλθε από τούτους, γύρισα στην Αθήνα. Εχόρτασα εξοχή. Μου 'μεινε όμως κομμάτι το ψυχικό και για κάνα μήνα μετά όπου έπιανε το μάτι μου κίνηση νόμιζα πως θα ήταν κάνα τρομαχτικό έντομο πάλι, που; Εδώ στο διαμέρισμα στα Άνω Ιλίσια! Άκου εκεί! Μόλις ξαναμπήκα στο σπίτι μου αγαλίασα. Με χτύπησε αυτή η μυρωδιά από τα μπαχαρικά και την κλεισούρα, και λίγο βαρύς αέρας από τα διοξείδια του άνθρακος που βγάζουν τα φυτά στη διαδικασία της φωτοσύνθεσης τους. Βαθιά εισπνοή, μεγάλη, μεγάλη, να χωρέσουν στα πνευμόνια μου τα αρώματα που λένε "σπίτι", κι ας ήταν βαριά η τζούρα διοξειδίου. Σπίτι και ξερό ψωμί. Και κυριολεκτώ γιατί φάγαμε ξερό ψωμί εδώ μέσα.
Αμ, τι τα θες. Δυό χρόνια εδώ πέρα, δε θα ήταν μόνο ζωή χαρισάμενη. Είχαμε και τις δυσκολίες μας. Να μην έχουμε μισό ευρώ στο πορτοφόλι, να μυρίζει η πολυκατοικία κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο κι εγώ μοναχή μου, να χω μόνο κάτι μακαρόνια και ελαιόλαδο, και να τα παστώνω όπως όπως, με ο,τι μπαχαρικά μου 'ρχόντουσαν και μυρωδικά από τις γλάστρες μου. Και να λέω κάθε φορά, ας είναι, τουλάχιστον πήραμε τα βιβλία μας, το"Έθνος και τα Ερείπια του" του Γιάννη το Χαμηλάκη, που τα άξιζε και με το παραπάνω τα λεφτά του, κι ας μη μου περίσσεψαν να πάρω τα "Ρέστα" του Κώστα Ταχτσή και τα δανείστηκα από τη βιβλιοθήκη στο Πάντειο.
Μα χωρίς τα βιβλία τούτα δε θα ήταν σπίτι. Τα βιβλία πιάνουνε όλο το μεγάλο τοίχο στο σαλόνι, και η βιβλιοθήκη που κάποτε τα είχα έγινε κι αυτή ντουλάπα για σεντόνια και λοιπά κλινοσκεπάσματα. Κι έτσι όλο το δεύτερο το δωμάτιο έγινε αποθήκη, που φιλοξενεί εκτός από ρούχα και διάφορα άλλα, όπως τα έργα που πότε πότε ζωγραφίζω, τα εργαλεία, τις λάμπες και τα διάφορα για το σπίτι, σκούπες και σφουγγαρίστρες. Κάθε σπίτι θέλει τουλάχιστον ένα τέτοιο δωμάτιο για να φυλάσσεται η πραμμάτια του και να μένει ωραίο και τακτοποιημένο. Όχι για επισκέπτες. Προς θεού δεν έχω επισκέπτες. Έχουμε βάλει ταμπελίτσα, "κλειστόν μέχρι νεωτέρας". Δε δεχόμεθα επισκέψεις. Πολύς ο κόσμος που σουλατσάρισε εδώ μέσα και κάπως κορέστηκε το θέμα επισκεπτηρίου και τώρα πρέπει να τ' αδειάσουμε το σπιτάκι μας από τις ενέργειες όλων εκείνων. Να πάρει προσωπικότητα, να έχει να λέει τις ιστορίες του, να μη της λέω μόνο εγώ, που χει μαλλιάσει η γλώσσα μου να μιλάω. Και τι ωραία, πια να μη μιλάω καθόλου, να ναι ήσυχα και μέσα και έξω. Ποιός να το πίστευε; Σίγουρα κανείς! ίσως μόνο το σπίτι, μπορεί να κατάλαβε από όταν έβαλα μέσα το κρεβάτι μου, ή σήκωνα το ψυγείο και μου λεγε ο μεταφορέας μου ο Γιώργος ο Κουτούλιας, που τρείς μετακομίσεις μου χει κάνει, πως θα με πάρει στη δουλειά. Ναι, το ήξερε το σπίτι. Ήξερε, πως δυό χρόνια μετά, θα 'μαστε οι δυό μας, κι οι γλάστρες μας. Εμείς κι ο κόσμος μας, η φασαριόζικη η γειτονιά μας, εμείς και τα βιβλία μας, κι οι λευκές μας κόλλες Α4, και τα στυλό μας 0,4 με μελάνη, κόκκινη, μπλέ και μαύρη και το πράσινο να ναι 0,5. Εμείς, δηλαδή εγώ και το σπίτι. Εγώ και τα μπαλκόνια που όλο βρώμικα είναι. Εμείς στη σιωπή Εμείς. Που όταν χωρίσουμε, θα είναι διαζύγιο. Όχι χωρισμός. Με δικηγόρο. Με κλάματα, με δικαστήρια.
Λέω συχνά στους φίλους μου που ζούνε στο εξωτερικά, στον "αδελφό" μου το Λευτέρη, πως το πιο δύσκολο άμα φύγω στα ξένα, θα είναι να αφήσω το σπίτι. Και ξέρουμε κι οι δυό, πως είναι κακό να σε δένουν οι τόποι και οι χώροι, ας σε δέναν καλύτερα οι άνθρωποι. Μα πως να του το εξηγήσω αυτό που μου συμβαίνει, πως αυτό το σπίτι είναι για μένα, μια ζωή ολόκληρη. Η πραγμάτωσή της. Πως όσο κι αν με τραβάνε οι βόρειες πόλεις, όσο κι αν θέλω να τις ζήσω, σε σοφίτες στο Παρίσι, σε σπίτια σα σπηλιά στο Βερολίνο, να ανοίξει το μυαλό και το είναι μου, εμένα η ψυχή μου θα ζεί στα ντουβάρια στο διαμέρισμα του τρίτου στα Άνω Ιλίσια. Πως να το εξηγήσω αυτό; Ποιός να το καταλάβει;
Σήμερα για την επέτειο μας, θα κάνω μακαρόνια, γεμιστά με σάλτσα πέστο του μπαμπά μου και μπόλικο τριμμένο τυρί. Θα φάω νωρίς νωρίς, δε με έπιασε το τοστ (ποιόν πιάνει το τοστ;) να κάτσω μετά στον καναπέ, στο γραφείο, το κρεβάτι μου, στο σπίτι μου που μυρίζει καμμένο ξύλο, να χαζεύω τους ουρανούς απ' το παράθυρο, να ελπίζω να βρέξει γιατί σήκωσα την τέντα, να διαβάσω σελίδες και σελίδες, να ονειροπολήσω, να σκεφτώ που θα βρώ τα 120 ευρώ που μου λείπουν για τον ρημάδι τον καναπέ που πρέπει να πάρουμε, να σημειώσω να πάρω κι έναν βασιλικό, να βάλω πλυντήριο να μυρίσει ο τόπος σουπλίν. Και να πω, άντε και του χρόνου. Με ή χωρίς επισκέπτες. Με ή χωρίς επιπλέον μόνιμους κατοίκους. Με ή χωρίς κατακτήσεις ζωής, μα σίγουρα μα θάρρος. Σίγουρα με ασφάλεια. Σίγουρα με σόμπα χαλαζία και ανεμιστήρα δαπέδου. Με κλαδιά αγγελικής σε βάζα, με μπαχαρικά στην κουζίνα, με εβδομαδιαίο ξεσκόνισμα, και κουβερτάκια στα κρύα. Άνω Ιλίσια χρόνια δυό. Και στα επόμενα. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γράμματα στη Ζ (σχεδόν Αντίο)

Η ιστορία των αυγών του δράκου (μέρος πρώτο) / KLIK magazine