Η ιστορία των αυγών του δράκου (μέρος τρίτο) / KLIK magazine


Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο klik.gr στις 4 Μαρτίου 2016

Το βράδυ πριν την εγχείριση δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Παρότι με είχαν όλοι διαβεβαιώσει πως ήταν ένα χειρουργείο απολύτως ρουτίνας, εγώ έτρεμα σαν ψάρι, έβλεπα εφιάλτες και εξακολουθούσα να έχω μια απίστευτη ταχυκαρδία. Όταν σηκώθηκα στις 6:30 το πρωί για να ετοιμαστώ να πάω στο νοσοκομείο, κοίταξα έξω από το παράθυρο της παιδικής μου κάμαρας στο Χαλάνδρι, την τελευταία όψη της πανσέληνου, λίγο πριν κρυφτεί ξανά στη σπηλιά της και δώσει τη θέση της στον Ηλιάτορα. Ήταν βράδυ με πανσέληνο, αυτό και μόνο είναι η εξήγηση σε όποιον ποτέ απορήσει για ο,τι ακολούθησε. Είχα Σεληνιαστεί.



Έφτασα στο «Σφαγείο» έξαλλη. Άκουγα τα mantras του διαλογισμού σε προσπάθεια να ηρεμίσω αλλά ήταν μάταιο. Όταν ξεμπέρδεψα με τη χαρτούρα κι ανέβηκα στο δωμάτιο, ένας καλοκάγαθος νοσοκόμος, ήρθε και μου άφησε τα «ρούχα του χειρουργείου» και έτοιμη ήμουν να του πετάξω με κακία, «από ποια collection;». Συγκρατήθηκα. Αποφάσισα πως θα πήγαινα στο χειρουργείο με τις μάλλινες κεντητές μου κάλτσες. Για στυλ. Όταν όμως ο ίδιος άνθρωπος με ενημέρωσε πως όλα ήταν έτοιμα και ήρθε η ώρα, το χρώμα στο πρόσωπο μου χάθηκε. Τη θέση του πήρε η διάφανη καθαρότητα του προσωπείου της Μέγαιρας. Άρχισα να ουρλιάζω λέγοντας πως δεν θέλω να κάνω την εγχείριση, πως θέλω να φύγω, πως αν οι γονείς μου με πιέσουν, να μην τους ακούσουν γιατί εγώ δεν συναινώ για το εγχείρημα αυτό. Μέσα στην κρίση πανικού μου βάλθηκα να ψάχνω τα ρούχα μου ενώ ο καημένος ο νοσοκόμος προσπαθούσε να με ηρεμίσει κάνοντας μου ψυχαναλυτικές ερωτήσεις. Όταν κατάλαβε πως ένας απλός νοσοκόμος δεν θα ήταν ποτέ αρκετός να διαχειριστή μια τρέλα που είναι στην τρίτη της εξελικτική γενιά (γιαγιά-κόρες-εγγονή, κάθε μια και πιο τρελή) είπε να φωνάξει ενισχύσεις.



 Να σου λοιπόν, όχι μόνο ο αγαπητός γιατρός κύριος Νιόνιος, μα συνάμα, η γλυκύτατη κυρία Μαρία (η χειρούργος), ο φίλος της η κόπια του Ντάιζελμπλουμ  και φυσικά η αναισθησιολόγος. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι βάλαν κάτω εμένα και τα 47 κιλά που είχα μείνει λόγω των Χολόλιθων, και με άρχισαν στα ψυχαναλυτικά. Και τόσο καλά μου τα έλεγαν και πιάνοντας με στη διάνοια που χωρίς πολλά πολλά και θέλοντας να πεθάνω εκείνη τη στιγμή να γλιτώσω και τον διασυρμό και την εγχείριση, με πείσανε να ανέβω στο ρημάδι το φορείο για να με πάνε στα έγκατα της γής που κρύβουν το σφαγείο τους. Στη διαδρομή άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Όταν μπήκα μέσα οι λυγμοί δε σταμάτησαν παρά τα διάφορα που μου λέγανε για να με ηρεμίσουν. Ανέλαβε η αναισθησιολόγος. Μου έμπηξε μια σύριγγα κι εγώ απλά έσβησα. Αφέθηκα στο χρόνο.
Μετά από 2 ώρες τελείωσε. Δεν είχα πια χοληδόχο κύστη. Δεν είχα πια τα αυγά του δράκου. Δεν μπόρεσαν να μου τα κρατήσουν, γιατί ουσιαστικά τα αυγουλάκια  μου μεγάλωναν σαν δόντια μέσα στην χολή. Δεν υπήρχαν απλά εκεί μέσα, μεγάλωναν σαν η μελαγχολία να μου τα τάιζε, κι εκείνα καρδάμωναν, σαν βράχια που έγιναν βουνά.





Δεν θυμάμαι ακριβώς πώς ή πότε ξύπνησα. Όλα ήταν ιδωμένα μέσα από ένα χαοτικό φάσμα. Θυμάμαι πως η βασική μου λειτουργία ήταν ήδη ενεργοποιημένη. Μιλούσα. «Πέταγα διάφορα» είπε η μάνα. Με το που διαισθανόμουν την παρουσία κάποιου στο δωμάτιο ξύπναγα, έλεγα κάτι και μετά από λίγο αποτραβιόμουν πίσω στην Άβυσσο. Αυτό κράτησε μερικές ώρες. Κάποια στιγμή όμως, γύρω στο μεσημέρι, ξύπνησα. Και μαζί με μένα ξύπνησε και κάτι άλλο. Μια διαύγεια. Από όλους τους ύπνους που έχω κοιμηθεί εδώ και 24 χρόνια, δεν έχω ξαναζήσει κάτι παρόμοιο. Δεν ένιωθα ο άνθρωπος που ήμουν πριν μπώ στο χειρουργείο. Ήταν σαν να εισήλθα στο “the void” και όταν βγήκα, να είχα αποσυνδεθεί από το  Matrix. Ήμουν εκστατικά χαρούμενη. Πονούσα αφόρητα, αλλά το high από την αναισθησία δεν είχε περάσει ακόμα, οπότε δεν με επηρέαζε. Άρχισαν να έρχονται φίλοι, και άνθρωποι να με δούνε. Ένιωθα εντός μου την απόλυτη αγάπη. Καταβεβλημένη μεν, μα απόλυτα χαρούμενη δε. Δεχόμουν λουλούδια, αγκαλιές και φιλιά. Αυτό με κράτησε μερικές ώρες.



Όσο νύχτωνε η αρχική έκσταση έδωσε τη θέση της στον πόνο. Είχα 4 τομές. Ένα σωληνάκι διαπέρασε τον αφαλό μου, ένα το κεντρικό σημείο ανάμεσα στα πλευρά μου, και δύο μικρότερα καλώδια πέρασαν από δύο διαφορετικές τομές στην κάτω δεξιά κοιλιακή χώρα. Φύλλο και φτερό με είχαν κάνει. Ξεκίνησε η περίθαλψη. Μου έδιναν να φάω ζωμό από κοτόπουλο με φιδέ. Τον πρώτο ούτε που τον άγγιξα, τον δεύτερο οριακά τον κατέβασα σαν τσάι, «μετεγχειρητική πείνα» σου λένε, και δεν έχουν ιδέα για τι πείνα μιλάμε. Σε όλο αυτό το διάστημα είχα έναν βαρβάτο ορό, που ένιωθα να διαπερνά αργά-αργά, σταγόνα τη σταγόνα το δέρμα μου, περνώντας στην αρτηρία μου. Σιχαίνομαι τους ορούς, τις ενέσεις και τις βελόνες. Ειδικά μετά από όλη αυτή την ιστορία.



Το πρώτο βράδυ ήταν όπως ήταν αναμενόμενο εφιαλτικό. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ακόμα κι αν τα κατάφερνα ξύπναγα στη συνέχεια. Από τις 10 μου είχαν φέρει 4 διαφορετικά φάρμακα (συν τον ορό που ακόμα δεν είχε τελειώσει) οπότε το βράδυ μου πέρασε με μια ενοχλητική νοσοκόμα που μπαινόβγαινε κάθε μισή ώρα αδιαφορώντας για τον ύπνο τον δικό μου ή της μητερούλας, για να χώσει το επόμενο ηλίθιο φάρμακο στο σωληνάκι. Είχε πρηστεί το χέρι μου, με είχε πιάσει ανατριχίλα και τα είχα πάρει στο κρανίο. Το αποκορύφωμα αυτού του άθλιου εξευτελισμού ήταν όταν στις 7(!) το πρωί μπούκαρε μέσα μια απαίσια γιατρός που δεν είχα ξαναδεί ποτέ, και βρήκε ευκαιρία ακριβώς τη στιγμή που η μητερούλα  είχε πάει να φέρει ένα πρωινό τσάι να μπουκάρει στο δωμάτιο 417 και ενώ εγώ κοιμόμουν, να μου μπήξει άλλη μια σύριγγα στην ήδη σπασμένη μου φλέβα για να μου πάρει αίμα. Και ενώ εγώ σοκαρισμένη τη ρωτάω με ποιο δικαίωμα, εκείνη με τη στριγγλή  φωνή της μάγισσας αποκρίνεται «Εντολές του κύριου Νιόνιου». Τη διαολόστειλα εσωτερικά. Από τα νεύρα μου και παρότι δεν είχαν περάσει κάν 24 ώρες από το χειρουργείο, έβαλα τη μάνα μου να φυλάει τσίλιες στην πόρτα, όσο εγώ κάπνιζα στα μουλωχτά ένα τσιγάρο, κρεμάμενη η μισή έξω από το παράθυρο. |Αν η κυρία Μαρία η κάποιος άλλος γιατρός διαβάζει αυτές τις γραμμές παρακαλώ να με συγχωρέσει για όλα, ήταν αναγκαία, και δεν είχαν σκοπό να βλάψουν κανένα|



Το μεσημέρι πήρα εξιτήριο. Περπάτησα μια τελευταία φορά στο διάδρομο. Κάπου μέσα μου ήθελα να μείνω στο νοσοκομείο. Θα μου έλειπε το ωραίο κρεβάτι που το μανάτζαρες με το τηλεχειριστήριο. Μου έβγαλε τα απίστευτα βίτσια αυτό το νοσοκομειακό κρεβάτι, δε το κρύβω. Αλλά όσο καλά κι αν πέρναγα εκεί μέσα, ήξερα πως πρέπει να φύγω. Το ρολόι του διαδρόμου έγραφε 4:26μμ και το έβγαλα φωτογραφία για να θυμάμαι την τελευταία αυτή στιγμή. Γυρνώντας σπίτι, αφέθηκα στην φροντίδα της μάνας. Για τις επόμενες μέρες αυτή θα ήταν ο αρωγός.
Οι μέρες στο Χαλάνδρι ήταν μέρες εγκλεισμού και απίστευτου badtrip. Χωρίς την νταμιτζάνα παρακεταμόλης που μου έχωναν ενδοφλεβίως ήμουν έρμαιο του πόνου. Φυσικά και δεν με έπιαναν τα φάρμακα που μου πάσαραν, και άρχισα να κουμπώνω Lonarid. Πολύ ψυχεδέλεια τα Lonarid. Το πρώτο βράδυ στο Χαλάνδρι, επιχείρησα να κοιμηθώ με τη μάνα και το σκυλί μας τη Ζούμπι. Πονούσα και δε μπορούσα να γυρίσω πλευρό εξαιτίας των ραμμάτων, έκανα περίεργες σκέψεις, με έπιανε δύσπνοια και εκνευρισμός. Πήρα δύο κάψουλες Βαλεριάνας και πάλι τίποτα. Σαν να μην έφτανε αυτό μάνα και σκύλα ξεκίνησαν ένα ξέφρενο ροχαλητό που ανέσταινε νεκρό. Πήγα στην παιδική κάμαρη, ξύπνησα τον Κούκι που κοιμόταν στο κρεβάτι μου, τον έστειλα subito στο «ροχαλητήριο» και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Αχ, επιτέλους μόνη. Κάπνιζα διαβάζοντας το Illuminati, προσπαθώντας να διώξω την αϋπνία. Κάποτε, κοιμήθηκα.



Μέρες στο Χαλάνδρι, θαυμάσιες μέρες. Η μάνα έκανε art de la table με τα βραστά κολοκυθάκια και τα κοτόπουλα. Έπινα όλη μέρα παυσίπονα. Παρακολουθούσα τα ράμματα και τις τομές, τα αιματηρά σημάδια της περιπέτειας, τα αποδεικτικά στοιχεία της ιστορίας. Γλυκός εγκλεισμός: «Η μάνα σου είναι τρελή, και σε κλειδώνει μοναχή». Ξεπόρτισα για μια ώρα την Παρασκευή για να παραστώ στα εγκαίνια έκθεσης μερικών φίλων. Όταν έφτασε Σάββατο δεν άντεξα, έπρεπε να ξεπορτίσω κανονικά πριν πάθω νευρική κρίση. Έβαλα τη μάνα να με πάει στο Verde, να περπατήσω στον ήλιο. Υπήρξε μια στιγμή, που περπατάγαμε παράλληλα με τις μυγδαλιές και τα άλλα ανθισμένα δέντρα, που ο ήλιος έκανε την πλάτη μου να καίει, κι ενώ αυτοψυχαναλυόμουνα συζητώντας με τη Ζωζώκα. Κάποια στιγμή γύρισα και της είπα: «Μετά απ’ όλα αυτά που έχω περάσει τους τελευταίους έξι μήνες, απόλυση, χωρισμό, μετακομίσεις, αλλαγές, κούραση, απογοήτευση, κατάπτωση και εν τέλει εγχείριση, δε με νοιάζει πλέον τίποτα. Με νοιάζει μόνο να είμαι καλά, να μπορώ να πληρώνω το σπίτι μου στα Εξάρχεια, να περνάω καλά. Και δεν περίμενα ποτέ πως η σκέψη του να είμαι μελλοντικά στη θάλασσα, δίνοντας σε κάποιον ακόμα άγνωστο ένα αλμυρό φιλί, κάτω από τον ήλιο, θα με έκανε τόσο ευτυχισμένη.»



Με τούτα και με κείνα, επέστρεψα στο διαμέρισμα μου. Σχεδόν επέστρεψα στη ζωή μου. Σχεδόν επέστρεψα στις δραστηριότητες μου.  Παράλληλα έβλεπα ένα σωρό περίεργα και προφητικά όνειρα. Ακόμα δεν ξέρω γιατί και πώς. Μάλλον φταίει που ήταν που ήταν η 29η μέρα στον Φλεβάρη του Δίσεκτου αυτού έτους. Εχθές ξαναγύρισα στον τόπο του εγκλήματος, για να βγάλουμε τα ράμματα. Ένιωσα λες και πήγαινα επίσκεψη σε κάποιο οικογενειακό πρόσωπο. Χαιρέτησα την Κατερίνα στην υποδοχή. Μπήκα στο γραφείο με τη μάνα και την κυρία Μαρία που χάρηκα αληθινά που την είδα. Μου έβγαλε τα ράμματα τα οποία με πόνεσαν πάρα πολύ βγαίνοντας, καθώς η χρήση Σπαθόλαδου πάνω στις τομές, τις είχε παρά-επουλώσει. Μου είπε πως πια μπορούσα να πίνω καφέ και αλκοόλ. Πως σύντομα θα γύρνα πίσω στη φυσιολογική μου ζωή. Πως όλα είχαν τελειώσει. Την αγκάλιασα, της είπα πως είναι από τις καλύτερες γιατρούς που έχω γνωρίσει, και μαζί με τη μαμά μπήκαμε στο ασανσέρ κλαίγοντας από χαρά. Για την ακρίβεια, βιώσαμε έναν κλαυσίγελο. Αγκαλιαστήκαμε. Μπήκαμε στο αμάξι, και γίναμε καπνός, χαζεύοντας ένα τέλειο σύννεφο κάπου ψηλά στον ουρανό.



Υ.Γ.: Η ιστορία των αυγών του δράκου, δεν είναι μια ιατρική ιστορία. Είναι μια ιστορία που αποδεικνύει πως ότι δεν μας σκότωσε τελικά μας έκανε πιο δυνατούς. Πως όλα γίνονται για κάποιο λόγο που δεν ξέρουμε ακόμα, μα δεν έχει σημασία γιατί έτσι πρέπει. Απλά να θυμάστε πως οι δύσκολες στιγμές και φάσεις στη ζωή μας, έρχονται για να μας γίνουν μαθήματα, για να μάθουμε να είμαστε λίγο πιο χαρούμενοι. Λίγο πιο ευχαριστημένοι με τα πιο απλά πράγματα. Ίσως όλη η μελαγχολία που είχα συγκεντρώσει επί έτη πολλά να προκάλεσε τη δημιουργία των χολόλιθων. Ίσως και όχι και αυτό να είναι απλά η φαντασία μου. Σε κάθε περίπτωση όμως, η ιστορία αυτή με έκανε να εκτιμήσω πάρα πολύ το ότι σήμερα μετά το ξύπνημα μου, κάθομαι στο κρεβάτι μου και γράφω αυτές τις γραμμές, χαζεύοντας τον ήλιο που σκάει στο παράθυρο διαπερνώντας τις γλάστρες του μπαλκονιού. Με έκανε να νιώσω πολύ τυχερή όταν μια ωραία συζήτηση με κράτησε ξύπνια μέχρι τις 3:33 το πρωί. Με έκανε να νιώσω μαγικά όταν αγκάλιασα μια φίλη, έναν φίλο. Με έκανε να νιώσω πιο πολύ «σπίτι» το πατρικό, και ακόμα περισσότερη αγάπη για όποιους καλούνται γονείς.  Τελικά ναι, τα αυγά των δράκων βγήκαν από μέσα μου. Μα εγώ δε χρειάστηκε να κρατήσω τους δράκους. Κατάλαβα πως ήμουν η ίδια δράκος. Δε χρειαζόμουν άλλους. Δε χρειαζόμουν κατοικίδιες υπερμεγέθεις σαύρες να με προστατεύσουν, ήμουν πια αρκετά δυνατή για να το κάνω μόνη μου.



Κάτι τελευταίο, η μάνα μου το πρωί πριν βγάλω τα ράμματα μου είπε: «Άκου τι κουλό έμαθα χτές το βράδυ σε ένα ντοκιμαντέρ που έβλεπα. Ξέρεις από τι πέθανε ο Andy Warhol; Από πέτρα στη Χολή!!!» και λύθηκε στα γέλια. Σημειωτέον: ο Warhol υπήρξε και είναι μέχρι σήμερα το μοναδικό μου είδωλο. Ευτυχώς αντίθετα με τον ίδιο, τη γλίτωσα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άνω Ιλίσια - Χρόνια δυό

Γράμματα στη Ζ (σχεδόν Αντίο)

Η ιστορία των αυγών του δράκου (μέρος πρώτο) / KLIK magazine