Σχεδόν καλά 17918



Κυριακή βράδυ. Κάθομαι με τη Ματαλού και το τετράποδο παιδί της, την Περού, σε ένα ξύλινο πάγκο, σε έναν ωραίο πεζόδρομο. Στην Αθήνα. Έχουμε μια από «αυτές» τις συζητήσεις περί ανθρώπων και ζωής, και κριτικής ή αποδοχής. Κάποια στιγμή της λέω «Ας έρθουν να με κρίνουν, δεν έχω τίποτα να χάσω», και η σοφή Ματαλού λέει «Κάνεις λάθος, έχεις πάντα πράγματα να χάσεις». Η Περού μετά γαύγισε σε μια κοπέλα που καθόταν στο τραπέζι απέναντι, και χάσαμε το νήμα. Είδα πολύ παράξενα όνειρα κι αυτό το βράδυ, εμφανώς η συνδρομή μου στο mail list του lucid dreaming, δεν έχει βοηθήσει καθόλου και δεν έμαθα να τα ελέγχω, αλλά μάλλον τους έδωσα πάτημα να γίνουν ακόμα πιο απόκοσμα, κι ενδεχομένως περιπαικτικά απέναντι στο Εγώ μου. Ξυπνώντας στο πρώτο ελεύθερο πρωινό μετά από μακρά περίοδο ηθελημένης ιδρυματοποίησης, το «λάθος» μου με έχει στοιχειώσει.
Έχουμε πάρα πολλά πράγματα να χάσουμε. Το ότι νομίζω πως είμαι φτιαγμένη από κοφτερό πάγο που κόβει σα γυαλί, πέρα από μια σαθρή φαντασίωση, είναι εγκληματική συμπεριφορά απέναντι σε εμένα και στους άλλους. Μερικές φορές απλά χρειάζεται ένα ποτηράκι παραπάνω για να ανοίξουν αυτές οι πύλες της αντίληψης, και δε χρειάζονται  και τελικά όλα τα ψυχοτρόπα που προτείνει ο Χάξλει. Αισθάνομαι πως σε κάθε σταθμό μεταξύ των διαδρομών μου στη ζωή, με το που κάθομαι σε αυτό τον ξύλινο πάγκο, περιμένοντας το επόμενο τραίνο, καθώς καπνίζω, πίνω καφέ από χάρτινο κυπελάκι, που και που χαζεύοντας τις ράγες, πραγματικά μαθαίνω τα περισσότερα για τον εαυτό μου.
Σκληρότητα. Ας γράψω άκυρο δίπλα από αυτή τη λέξη με έναν τεράστιο μαύρο μαρκαδόρο. Να το εμπεδώσω. Δεν υπήρξα ποτέ το κορίτσι από πάγο. Μόνο το κορίτσι πίσω από το τζάμι. Νόμιζα πως για να βρίσκομαι πίσω από το τζάμι, λογικά είμαι κι εγώ καμωμένη από γυαλί. Μα έκανα λάθος. Όχι κάποιο φριχτό λάθος, όχι ακόμη έστω. Μα λάθος. Κι ακόμα περισσότερο μια σοβαρή παράληψη. Θα το αναγάγω σε γενικό: Όλοι είμαστε ένα ζεστό ψωμάκι πάνω στο οποίο λιώνει το βούτυρο. Όλοι θέλουμε να αγαπηθούμε, και να αγαπήσουμε, όλοι είμαστε κάπου ευαίσθητοι, παρά τα στρώματα νευρώσεων που αναπτύσσουμε γιατί ίσως το χτίσιμο αυτής της τρυφερότητας πήγε πολύ λάθος.
Μα πίσω από το βαρύ μας περπάτημα που θυμίζει φασιανό, πίσω από τη βαριά μας φωνή, από την κραυγή υψηλής συχνότητας, από την άριστη αργκό, την ετυμολογία μας, και το τεράστιο «δε με νοιάζει», είμαστε μαλακοί και απαλοί και φοβισμένοι.
Σίγουρα υπάρχουν περισσότερο και λιγότερο κατάλληλοι άνθρωποι για τον καθένα. Υπάρχουν και οι ενδιάμεσοι άνθρωποι, που θα ήταν τέλειοι «αν». Με αυτούς ποτέ δε θα κάνεις αυτή την ειλικρινή συζήτηση, για το τι έγινε, απλά θα πείς ένα λευκό ψέμα, ένα αθώο «μπα δε θυμάμαι», και θυμάσαι πάρα πολύ καλά, αλλά ίσως τελικά να μη πειράζει και τόσο πολύ, που δε θες να το παραδεχτείς. Πάει και καιρός.
Πως συνεχίζεις όταν ξαφνικά σε νοιάζει; Θα έλεγα μάλλον πως η επιλεκτική μυστικοπάθεια, μετατρέπεται σε μια απλούστερη κατάσταση, επιλεκτικής σιωπής. Εφαρμοσμένη αναλόγως του συνομιλητή.  Και τι παράξενο τις μέρες που ξυπνάω πιο σιωπηλή, φυσάει πάντα πέντε μποφόρ. Και εγώ κλείνω όλα τα παράθυρα, μανιωδώς, Ο αέρας με τρελαίνει. Σε ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία, το White Oleander, η Astrid λέει για τη μητέρα της την Ingrid που σκότωσε το γκόμενο της  “Oleander time, she said. Lovers who kill each other now will blame it on the wind. ” Όχι ότι πιστεύω πως θα μπορούσα ποτέ να σκοτώσω κάποιον, αλλά αισθάνομαι πως ο άνεμος φέρνει πάντα την οργή, ένα ξέσπασμα, κάτι που δεν αντέχεται και πρέπει να διεκπεραιωθεί, άμεσα και βίαια. Κι αυτό δε γίνεται πια να συμβεί. Χρειαζόμαστε περισσότερο χρόνο. Λιγότερη δίαιτα, ελεγχόμενη εκγύμναση, κι άλλες βόλτες. Λιγότερο μέσα και περισσότερο μέσα μας.
Μα ίσως είμαι ο πλέον ακατάλληλος άνθρωπος για να κάνω δηλώσεις. Μόλις ανακάλυψα ένα μεγάλο λάθος. Θεωρώ πως θα ήταν καλύτερα να κάτσω λίγο μαζί του, και να γνωριστούμε καλύτερα. Να γίνουμε φίλοι. Μακάρι να είχαμε περισσότερους τέτοιους φίλους. Μακάρι να μπορούσαμε να κάτσουμε με όλα τα μικρά τερατάκια μέσα μας, και να μοιραστούμε μια κατσαρόλα ρυζόγαλο, να πιούμε καφέ, το πρωί στο σπίτι μας, να ακούσουμε μουσική, να μισοκοιμηθούμε ο ένας πάνω στον άλλο, κι ας μανίζει έξω ο άνεμος, κι ας γίνονται όλα τόσο γρήγορα.
Μερικές φορές με πιάνει μια μανία, να θέλω να προσκαλέσω στη ζωή μου έναν εντελώς άγνωστο άνθρωπο, και σαν την επιθυμία για τη γνωριμία με τα δικά μου τέρατα, να του πω όλες μου τις σοκαριστικές αλήθειες, αλήθειες που δεν έχω τολμήσει να γράψω, ούτε ως υποσημείωση στο μαύρο τετράδιο που κουβαλάω πάντα μαζί μου. Κι αυτό ίσως να είναι μια συμβολική κίνηση, γιατί η αλήθεια που αλλού κρύβεται αν όχι μέσα μας, και που θα έπρεπε να μένει αν όχι εκεί; Σωστά; Όχι καθόλου σωστά. Χαίρομαι που το αναγνώρισες μόνος σου.
Ένα έργο τέχνης, δεν είναι έργο τέχνης, εφόσον βρίσκεται στο συρτάρι του γραφείου μας. Για να θεωρηθεί έργο τέχνης (έστω από τους ιστορικούς τέχνης) πρέπει να βγεί από το συρτάρι, να φέρει τη υπογραφή σου και την ημερομηνία της δημιουργίας του. Πρέπει να γίνει δημόσιο για να αποκτήσει μια οποιαδήποτε αξία, έστω και συμβολική. Για να ενταχθεί στο συμβολικό κεφάλαιο, πρέπει να υπάρχει, να έχει μια ληξιαρχική πράξη γεννήσεως, όπως ακριβώς εσύ. Άρα η αλήθεια, που βρίσκεται μέσα μας, για να είναι πράγματι αλήθεια, πρέπει επίσης να βρίσκεται έξω μας. Σχεδόν.
Η Nikitta Gill, έγραψε πως η χειρότερη λέξη είναι το σχεδόν. Ήταν σχεδόν ερωτευμένοι, σχεδόν τα κατάφεραν, σχεδόν την αγαπούσε, ήταν σχεδόν καλά. Καταλαβαίνω γιατί της την βαράει το σχεδόν, θυμίζει τις παράλληλες ευθείες που δε θα τεμνθούν ποτέ. Όσο κι αν επεκτείνονται στο άπειρο. Αλλά θέλω να διαφωνήσω μαζί της. Δε ξέρω αν φταίει το σύνδρομο στέρησης, αλλά πιστεύω ακράδαντα πως το κάτι είναι καλύτερο από το τίποτα. Έτσι εμένα δε μου ακούγεται άσχημο το «είμαι σχεδόν καλά». Προφανώς και είμαι «σχεδόν» καλά. Προφανώς και δεν έχω όλα τα προβλήματα λυμένα. Άσε που βρίσκω το «καλά μωρέ» τρομερά πιο μίζερο και σημαντικά λιγότερο ειλικρινές από το σχεδόν καλά. Όπως επίσης, το «σχεδόν αγαπιόμασταν» είναι καλύτερο από το να μην αγαπιόμασταν καθόλου ή ακόμα χειρότερα να μη συμπαθιόμασταν καν. Ίσως φταίει που το έμαθα με το δύσκολο τρόπο, πως τα άκρα φέρουν μεγαλύτερο κίνδυνο πτώσης. Βέβαια, μερικά πράγματα, ή μερικοί άνθρωποι είναι καλύτερα να μένουν εκτός του κλοιού της ζωής μας. Για μεγαλύτερες δόσεις ειλικρίνειας και αλήθειας. Ίσως εκεί το άκρο του όχι, είναι πιο ειλικρινές από το μέσον του ίσος.
Ακόμα δυσκολεύομαι στο να είμαι απόλυτα ειλικρινής. Μα τελικά ακούω τη φωνή της Ματαλού στο κεφάλι μου, να λέει πως έχω πράγματα να χάσω, άρα μάλλον καλύτερα να μην είμαι απόλυτα ειλικρινής, μα δεσμεύομαι πως δε θα υπάρξω ποτέ ξανά προσκολλημένη σε ένα ψέμα τόσο σαθρό όσο η ποιότητα του εαυτού μου. Ο μύθος με τον πάγο. Αν και για να δικαιολογήσω τον εαυτό μου, μερικές φορές οι άνθρωποι χρειάζονται παραμύθια να προχωρήσουν στη ζωή. Και εγώ σίγουρα δεν είμαι καλύτερη.
Πάνω στο τραπεζάκι του καναπέ, έχω τα εξής βιβλία: Παραμύθια από τη Ρωσία με υπέροχη παραδοσιακή ρώσικη εικονογράφηση, «Ο θαυμαστός κόσμος του βυθού», επίσης εικονογραφημένο, με φανταστικά δισέλιδα, με τα πλάσματα στις θάλασσες του κόσμου. Το παραμύθι της «Πριγκίπισσας Δυσκολούλας» του Ευγένιου Τριβιζά με της εικόνες της Κατερίνας Βερούτσου. Ένα βιβλίο για το  βλέμμα του Καλλιτέχνη, και δύο εκδόσεις από τα 80s για το ζώδιο του λέοντα. Ενδεχομένως λοιπόν να υπάρχει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι  στη ζωή μου και τις επιλογές μου που τρέφει την φαντασία μου, και που η εφημερίδα στην άλλη πλευρά του τραπεζιού δεν αρκεί για να το εξισορροπήσει. Η αλήθεια είναι πως έτσι είναι, μα δεν μπορώ να είμαι απόλυτα ειλικρινής και να πω γιατί, για ποιό λόγο δηλαδή, είναι έτσι, κι ας ξέρω.
Δεν είμαι κι απόλυτα σίγουρη. Για τα μόνα πράγματα που είμαι σίγουρη, είναι πως ο καλύτερος τρόπος να δείξεις την αγάπη σου είναι να μαγειρέψεις σε κάποιον ή να του αγοράσεις φαγητό. Πως το βραστό νερό με λεμόνι είναι η καλύτερη θεραπεία γενικά και για τα πάντα. Πως ποτέ δε πρέπει να παραλείπεται το πρωινό, υπό όποιες συνθήκες ζωής. Πως οι φίλοι είναι το μεγαλύτερο δώρο σε αυτή τη ζωή, πάλι υπό όποιες συνθήκες. Πως το σεξ συχνά χαλάει την προηγούμενη μεγάλη αλήθεια, και σας παρακαλώ να μη θυσιάζεται η φιλία στο βωμό της απόλαυσης. Πως μερικές φορές αξίζει να χάσεις κάποια πράγματα (όπως τον προσωπικό χρόνο, την καλοπέραση, την χαρά και την άνεση) για πραγματικά μεγαλύτερους σκοπούς, κι ας υπερβάλουμε λίγο καμιά φορά. Και πως πρέπει πάντα να λες μια καλή κουβέντα στον άλλον, γιατί η θετική εκπαίδευση πάντα λειτουργεί καλύτερα από την επίπληξη.

Κλείνοντας αυτό το κείμενο που έπρεπε να έχω γράψει εχθές, συνειδητοποιώ πως δεν ξέρω πραγματικά για ποιο πράγμα ήθελα να γράψω. Ξέρω μόνο πως ήθελα να γράψω. Δεν αισθάνομαι πως οι σκέψεις μου έχουν μια ροή, μα ούτως ή άλλως δεν έχουν ροή. Δεν ήθελα να αποδείξω κάτι γράφοντας όλα τα παραπάνω. Όμως ξύπνησα από αυτόν τον αέρα, κι από ένα σωρό άλλα πράγματα που είχα στο μυαλό μου, και βρέθηκα σε αυτό το αγαπημένο σαλόνι που εύχομαι να μη χωρίσουμε ποτέ, και χρειαζόμουν τον ήχο του πληκτρολογίου για να νιώσω πως όλα είναι εν μέρει, «σχεδόν», στη θέση τους. Κι ας μην είναι ακόμη τίποτα σίγουρο, τίποτα απόλυτα καλό, τίποτα που δε φέρει ένα προβληματισμό, μα ίσως, όλα αυτά, ήταν μια προσπάθεια να επιβεβαιώσω, πως όλα πάνε καλά, και πάντα πηγαίνανε και πάντα θα πηγαίνουν όσο είμαστε υγιείς, και στο μεσοδιάστημα θα αμφιβάλλουμε, και θα αλλάζουμε κάθε μέρα, και θα κοιμόμαστε λίγο παραπάνω ή λίγο λιγότερο, και θα περιμένουμε, και θα προσπαθούμε και θα προσμένουμε και θα τρώμε μπουρίτο μετά τα μεσάνυχτα και σάντουιτς πριν το μεσημεριανό. Ανισόρροποι στη ισορροπία μας. Ανειλικρινείς εντός της αλήθειας μας. Σχεδόν καλοί, σίγουρα όχι κακοί.



(στη φωτογραφία που έπαιξα πάνω της με την ζωγραφική των windows, είναι η Alice Neen. Στο στούντιο της) 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άνω Ιλίσια - Χρόνια δυό

Γράμματα στη Ζ (σχεδόν Αντίο)

Η ιστορία των αυγών του δράκου (μέρος πρώτο) / KLIK magazine