Γράμματα στη Ζ (τεύχος 2)

Αγαπητή Ζ,
αφήνω όπως πάντα τα τυπικά για λίγο αργότερα, και εσένα να αποφανθείς αν πρόκειται τελικά για στίχο από τραγούδι ή όχι
Ζ προχθές έκατσα στον πάγκο της κουζίνας, όπως συχνά κάνω όταν θέλω να σκεφτώ κάτι στο οποίο ξέρω εξ αρχής πως δεν θα έχω ποτέ απαντήσεις.
Κοιτάω το μωσαϊκό και βλέπω ένα σωρό σχήματα, να οποία όταν ανακαλύψεις τις μορφές τους είναι αδύνατα να τα ξεδείς. Αυτή την ατάκα Ζ μου την είπε ένας τύπος για τον οποίο δεν έχω να σου πω ούτε μια λέξη πραγματικά, κι όταν το λέω αυτό, εννοώ πως συνήθως λέμε λέξεις για ανθρώπους προσπαθώντας να τους περιγράψουμε σε κάποιον άλλον. Όταν για παράδειγμα ήμασταν σε εκείνο το καφέ στη Μαυρομιχάλη, κι έκανε λιγάκι κρύο και φορούσες εκείνο το μωβ μεγάλο κασκόλ, είχες μόλις γνωρίσει το Γ, πριν από λίγο μάλιστα, και μου είπες τις εξής λέξεις: "αυτός χορεύει στο δικό του ρυθμό" και εγώ σε ρώτησα τι εννοούσες, προσπάθησες να μου εξηγήσεις την εικόνα στο κεφάλι σου, μα ήταν μάταιο, και τελικά ξαναείπες την ίδια φράση. Μακάρι να μπορούσα να σου πω κι εγώ κάτι ανάλογο ή έστω εξίσσου ποιητικό και ασαφές όσο αυτό που είχες πει για το Γ. Θα ήταν κάτι μα φοβάμαι πως δεν έχω τίποτα τελικά. Ωστόσο αυτό που μου έμεινε, από τον τύπο και εκείνο το βράδυ που βρέθηκα μαζί του είναι αυτή η ατάκα που είπα παραπάνω, κι ας τη χρησιμοποίησε για να μορφοποιήσει ένα ολόκληρο λόφο, σε ξεκάθαρα για εκείνον αφηγηματικά σχήματα.
Δεν ξέρω αν πάνω απ όλα αυτό επιβεβαιώνει πως όλοι μας, θα δούμε αυτό που θέλουμε να δούμε σε κάθε περίπτωση.
Ω Ζ, είναι χάλια που είσαι διακοπές. Αυτό το καλοκαίρι πέρασε τόσο αργά χωρίς εσένα να σπάς τη σιωπή τα Σάββατα το βράδυ. Το τελευταίο βράδυ που χτύπησες συνθηματικά την πόρτα, μπήκες μέσα στο σπίτι, φορώντας κάλτσες κάτω από τα πέδιλα σου, και κράταγες έναν απαράδεκτο καφέ από την καφετιέρα σου που παράγει "καφέ φίλτρου" και γάλα εβαπορέ και ζάχαρη μέσα, σε ρώτησα πως είναι δυνατόν εσύ να πίνεις τέτοιο καφέ και τέτοια ώρα, και μου απάντησες, πως πριν φύγεις διακοπές στα νησιά, οφείλεις να ξενυχτίσεις την πόλη. Όπως ακριβώς κάνεις και με τους εραστές σου, που πριν τους αφήσεις για να φύγεις πολύ μακρυά τους, περνάς ένα βράδυ μαζί τους, συχνά, στο σπίτι σου, που το χωρίζει, μονάχα, μια μεσοτυχία από το δικό μου. Το καλοκαίρι οι ζωές μας είναι ακόμα πιο κοντά, γιατί συμβαίνουν στο μπαλκόνι μας, που στην ουσία, πρόκειται για το δικό σου μπαλκόνι, και το δικό μου μπαλκόνι, με τα όρια των δύο κρατιδίων, να διαχωρίζονται σαφώς, από το γυάλινο διαχωριστικό, αυτό το σέβεντιζ με το σύρμα ανάμεσα στα τζάμια. Κι έτσι μερικά βράδια που κάθομαι στο σκοτάδι, χαζεύοντας τα φώτα στα Ιλίσια, σε έχω ακούσει να κάνεις αυτούς τους κοφτούς και σύντομους τελικά διαλόγους σου, με τους διάφορους περαστικούς από τη ζωή σου, κι άλλες φορές μου μοιάζουν με χάι κου κι άλλες, με στίχους της Ρίτας Αντωνοπούλου. Ενοχικά σου λέω, πως προτιμώ τη δεύτερη περίπτωση. Δηλαδή τις ιστορίες σου που το πλευρό σου στον Α' ανδρικό ρόλο, έχει κάποιος τύπος με τον οποίο χρησιμοποιούσες το λεξιλόγιο που σε δίδαξαν οι βόλτες σου στα κωλόμπαρα στον Κορυδαλλό, που τόσες φορές καυχήθηκες πως ήταν μακράν καλύτερο σχολείο από τα πραγματικά Γαλλικά που μάθαινες στη σχολή σου στο Καποδιστριακό. Πιθανολογώ πως έχεις δίκιο, ωστόσο αν δε σπούδαζες στο Καποδιστριακό, δεν θα είχες μείνει ποτέ στα Ιλίσια και έτσι δε θα είχαμε γνωριστεί, και δε θα ήξερα ας πούμε, πως όταν κάποιος σε πίεζε γύρναγες και του έλεγες "Γιαννάκη, μας έχεις πρήξει τα σκώτια, σπάσε". Ποτέ δε ξέρεις πως θα καταλήξει ο μύθος, μπορεί και φτάσει μακρυά το σενάριο. Συνήθως αυτό δε συμβαίνει, γιατί όπως στον Κινηματογράφο έτσι και στη ζωή, η παραγωγή είναι περιορισμένη. Έτσι ίσως αν γίνει επιτυχία σε κάποια δόση η ιστορία σου, κάποιος φουκαράς αποφασίσει να σου κάνει κι ένα πρίκουελ, να μάθει ο κοσμάκης γιατί έγινε ο,τι έγινε, πριν γίνει οτιδήποτε.
Ζ, γράφω όλα αυτά, αλλά δε μπαίνω πραγματικά στο θέμα. Το καλοκαίρι τελειώνει Ζ. Τελειώνει, κι εσύ ακόμα δεν έχεις γυρίσει. Κι αυτό με φοβίζει Ζ, όχι που δε γυρνάς, μα που τελειώνει, και δεν έμεινε χρόνος για να συμβούν πράγματα εξωπραγματικά. Αν ήσουν εδώ, ξέρω, πως θα με έπαιρνες τηλέφωνο στις έντεκα το βράδυ, θα μου έλεγες απλά "σήκω πάμε έξω" κι όταν σου έλεγα πως είμαι κουρασμένη και πως ξυπνάω νωρίς, θα έλεγες "σκάσε φλώρε, η ζωή δε περιμένει". Και θα ερχόμουν. Γιατί όπως σου έχω πεί κι εσένα, εκείνο το βράδυ που είχαμε μεθύσει με μπαντίντα ντε κόκο, ακούγοντας αρλέτα κατ΄ επανάλειψην, η σκληρότητα σου νικάει τη θλίψη που συχνά με πιάνει και κάνει μήνες να με αφήσει. Ίσως είχα κλάψει εκείνο το βράδυ, δε θυμάμαι, μπορεί κι εσύ να είχες κοιμηθεί.
Απόψε, έχει έναν λιγάκι ροζ ουρανό, κι έχει κι ένα μονάχα, άσχημο σύννεφο. Δεν εννοώ πως δεν είναι όμορφο, απλά πως δεν έχει σχήμα. Αναρωτιέμαι αν ο τύπος θα έβγαζε ένα σχήμα μόνο κι αυτό, έτσι ώστε να μπορέσει να κατηγοριοποιήσει στην μηχανιστική ή τρομερά δραστήρια φαντασία του, άλλη μια εικόνα πραγματικότητας και σουρεαλισμού. Εν πάσει περιπτώσει, πότιζα τις γλάστρες σου καπνίζοντας, με το βρακί, άκουγα Άκη Πάνου, το όταν σημάνει η ώρα, και πρόσεξα αυτό το αναθεματισμένο σύννεφο, και για μια στιγμή μου φάνηκε πως με ειρωνεύτηκε, που δεν επέλεξα να συμβεί τίποτα. Όταν παίρνω τέτοιες μετριοπαθείς αποφάσεις για τη ζωή μου θυμάμαι έναν έκτακτο αγροτικό όρο, εκείνον της αγρανάπαυσης, περιόδου κατά την οποία, οι γητευτές σταματούν το φύτεμα του εδάφους, αφήνοντας τους παλιούς σπόρους μέσα, και το χώμα σε ξεκούραση. Δεν αισθάνομαι πως ξεκουράστηκα Ζ. Αισθάνομαι πως βάδισα σε διαδρόμους που δεν πάνε πουθενά, και πως με κούρασε να μην πηγαίνω πραγματικά κάπου, και ταυτόχρονα όλος αυτός ο λαβύρινθος να τρέχει με την ταχύτητα του φωτός -κι εμένα μέσα- σε νέους γαλαξίες, κι εγώ το ζώον να μη παίρνω χαμπάρι νομίζοντας πως υπάρχει μονάχα αυτός ο λαβύρινθος. Κι είχα και μια ακόμα σκέψη, πως ο λαβύρινθος ήταν εκεί για την ασφάλεια μου. Ξέρεις πόσο άγαρμπη είμαι, θυμάσαι εκείνο το βράδυ που ήμασταν σε αυτό το μπάρ στου Ψυρρή, και χόρευα βρώμικη ραπ απ' τα νάιντιζ, μεθυσμένη, με αποτέλεσμα να ρίξω το σκαμπό που καθόταν η Σ και ήταν σε ραντεβού με τον Μ και τελικά έπεσε με τα μούτρα στο πάτωμα κι έσκισε το φρύδι της; Είχες πει "ευτυχώς, που είσαι τόσο άγαρμπη, γιατί τα φτιάξανε στα επείγοντα, αλλιώς δε τους έβλεπα", ε ίσως επειδή είμαι τόσο άγαρμπη με βάλαν στο λαβύρινθο μη πέσω στο γαλαξία και με καταπιεί καμιά μαύρη τρύπα και με ψάχνετε.
Έτσι νιώθεται όλο αυτό το καλοκαίρι.
Όταν το καλοκαίρι αυτό ξεκίνησε, ήταν ακόμα Μάης, κι εγώ ήμουν σε ένα ταξίδι που δε ξέρω με ποιά έννοια το θέτω ως ταξίδι, από την άποψη πως πράγματι τοπογραφικά ήταν ένα ταξίδι, με αεροπλάνο, σε μια άλλη πόλη, και ταυτόχρονα ήταν ένα ταξίδι, μέσα στο κεφάλι μου, σαν αυτά που πηγαίνουν παιδιά που μασουλάνε πολύχρωμα χαρτάκια, και χάνονται σε παράξενες γειτονιές για μέρες ολόκληρες, αναρωτιέμαι αν το ίδιο κάνεις κι εσύ, και γι αυτό εξαφανίζεσαι.
Πάντως εκείνη η πρώτη εικόνα καλοκαιριού, βιώνεται πράγματι σαν ένα από εκείνα τα παράνομα ταξίδια, γιατί έπιασα τη μνήμη μου να κρατά μια στιγμή, στην οποία Ζ, βρίσκομαι στον πιο θεσπέσιο κήπο που μπορείς να φανταστείς. Ξέρω πως οικτήρεις τα τριαντάφυλλα, και σου αρέσουν μόνο τα αγριολούλουδα γιατι "δε μπορείς να τα αγοράσεις" αλλά ακόμα κι εσύ θα λύγιζες. Δίπλα σε όλα αυτά τα τριαντάφυλλα και κάτω από καλοκουρεμένα πεύκα, για λίγα λεπτά ήμουν μονάχα ο καυτός ήλιος που ήταν από πάνω μου. Και σα να έπαιζα ένα ρόλο κι εγώ, έγινα αυτός ήλιος, και για ένα σύντομο διάστημα, μοίρασα αυτό το φώς, σε όσους ήταν μαζί μου, και αυτό είναι κάτι που να σημειωθεί πως είπαν οι ίδιοι κι όχι εγώ. Αυτό το ταξίδι στον ήλιο, το έζησες κάπως μαζί μου, στα πριν και στα μετά του, μιας που εσύ πήγες με τη μηχανή σου το φάκελο που έκρυψα ένα σωρό "σκέψεις και σιχαμερά συναισθήματα που τα κάνεις όμορφα" όπως είπες. Τον πήγες εσύ γιατί εγώ ήξερες πως είμαι κότα, και δε θα κόλλαγα ποτέ γραμματόσημα, κι όταν μου το είπες αυτό, σε άφησα να τον πάρεις και να κάνεις αυτό που πρέπει.
Βρίσκω το καλοκαίρι εξαιρετικά ενδιαφέρον, γιατί κρύβει κάθε φορά εμπειρίες, που δε γνωρίζω πως έτυχε να έρθουν στη ζωή μας, αλλά νιώθονται σαν ένα από αυτά τα τρομερά καλτ σενάρια που δεν είναι καν φασέικα, απλά κουλά. Το δεύτερο ταξίδι που πήγα αυτό το καλοκαίρι, ήταν σε μια ελληνική καλτ ταινία, αν το πρώτο είχε κάτι από Μπελίνι και Σια. Τότε έλειπες από την Αθήνα, γιατί έφυγες να πας να βρείς τη Π που τότε την είχες καψουρευτεί περισσότερο από την Κ που έλεγες πως συγκρίνεται με τον πρώτο σου έρωτα τον Τ και πάει λέγοντας, κάθε φορά τα ίδια λες. Όταν σε είχα πάρει τηλέφωνο να σου ανακοινώσω τον προορισμό του επόμενου ταξιδιού μου, ήσουν στο κτελ και έτρωγες καραμέλες, και δεν είχες γελάσει καθόλου, παρόλο που αυτό περίμενα. Δεν ξέρω αν φταίει που η Π δεν σε ήθελε τελικά, και που εσύ τραβήχτηκες μέχρι τη γαμημένη Πάτρα για πάρτη της και το πήρες έτσι άσχημα, ή μπορεί τελικά να έφταιγα εγώ, αλλά αυτό το "έρχομαι" που είπες στο τηλέφωνο ήταν σα μπουνιά που τρώς να συνέλθεις. Όταν μπήκες σπίτι μου με τα δεύτερα κλειδιά που σου έχω δώσει, καθόμουν στο πάτωμα στο σαλόνι, και προσπαθούσα να θυμηθώ εκείνη την πρώτη ταινία του Μπελίνι, να σιγουρευτώ πως δεν ήταν πράγματι προιόν μυθοπλασίας, αλλά υπερβολικά αληθινή πραγματικότητα. Ευτυχώς η δική σου πραγματικότητα ήρθε, και έφερε μαζί της, το πιο τίμιο ναρκωτικό του εμπορίου, μεταξά τριών αστέρων, αυτό που πίνουν στις κηδείες. Με αυτό και χωρίς να μιλάμε, πέρασε εκείνο το βράδυ, μα ευτυχώς που ήσουν εκεί, γιατί ήθελα να ακούσω μπιλ γουίδερς, κι αν δεν έμενες μαζί μου, δε θα τα κατάφερνα. Προσπαθώ να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη. Προσπαθώ να κάνω το χρονολόγιο, να καταλάβω τι είχε αυτό το σενάριο που κάποιος άλλος έγραψε για εμάς. Αυτό το καλοκαίρι, έχει μόνο σκόρπιες εικόνες. Πιο πολύ από ποτέ, αισθάνομαι πως όσα ζω είναι ακριβώς σαν τα όνειρα που βλέπω. Ασαφή, χαώδη, άλλοτε ηδονικά, άλλοτε τρομαχτικά μα με έλεγχο.
Από ένα σημείο και μετά, όταν αποφάσισες να παρατήσεις το μπαρ κι αφού δεν είχες πρόβες, να φύγεις με τον Β, να πάτε να δείτε βουνά και κέδρους, μέχρι να μη θυμάσαι πια πως είναι οι κεραίες στις ταράτσες -αν και όπως σου έχω πει, αν δεν έχεις πρόβλημα θα ήθελα να γράφονται "κερρέες"-
Έτσι με το φευγιό σου, έχασες διάφορες στιγμές, τις οποίες κάθομαι και σου γράφω, ξέροντας πως δε θα στις δώσω ποτέ, δε θα χρειαστεί, θα καταλάβεις τι έγινε.
Έχασες όμως, τη στιγμή που ένας εντελώς άγνωστος μου είπε πως λέω πολύ συχνά τη λέξη "μισώ" όταν κάτι δε μου αρέσει, και μια που μιλάγαμε στα Αγγλικά, δε ξέρω τι με έπιασε και του είπα "yes I think you're right, maybe I should say I have mixed feelings" και θέε μου Ζ, απ' τη μέρα που μου το είπε, συνεχώς σκέφτομαι, πως πράγματι, δεν μισώ τίποτα, και για όλα έχω ανάμικτα συναισθήματα. Και το σκέφτομαι και μέχρι σήμερα, γιατί δεν είσαι εδώ να μου πείς "Άσε μας μωρέ με τον κάθε μαλάκα που θέλει να μας πεί πως θα αισθανόμαστε". Σου έχω πεί πως έχεις άδικο σε αυτό και πως πρέπει να δεχόμαστε συμβουλές, γιατί όλοι έχουν κάτι να μας διδάξουν. Μετά θα με ρώταγες αν ο τύπος μου την έπεφτε, κι εγώ θα σου έλεγα "ναι" και κάπου εκεί θα τελείωναν τα σχόλια σου, με εκείνο το βλέμμα σου που λέει "τώρα θες να συνεχίσω;". Παρόλα αυτά, δε ξέρω, ίσως έφταιγε ο φωτισμός του δωματίου ή που είχα ξεχάσει να φάω, και κάπως αυτό με έβαλε σε σκέψεις. Θα έλεγες τώρα "ενεργειακός βρικόλακας", θα γελούσα.
Επίσης, έχασες την εικόνα με εμένα να περπατάω στο δρόμο που συνδέει Θησείο και Μοναστηράκι, εκείνες τις μέρες που αποφάσισα να τρώω μόνο παγωτό και τίποτα άλλο, και άκουγα το "Ο μήνας έχει δεκατρείς" και φώναζα το ορφανή και χήρα λες και ήμουν όντως. Εκείνες τις μέρες κάπνιζα τσιγάρα κάμελ, δίνοντας χίλιους λόγους για τους οποίους έκανα φανατικά αυτό το μικρό θάνατο στον εαυτό μου. Μέρες που φόραγα ένα πολύ στενό παντελόνι για να νιώθω πως το σώμα μου δε πρόκειται να διαλυθεί, σαν εκείνη τη σκηνή στο Αμελί, που η ίδια, γίνεται νερό, όταν ο γκόμενος που γουστάρει, βρίσκεται στο καφέ που δουλεύει, δε μπορεί τελικά να του μιλήσει γιατί κότεψε και εκείνος φεύγει κι εκείνη διαλύεται. Είμαι σίγουρη πως αν στο έλεγα αυτό, θα μου έλεγες πως είμαι απλά ο πιο δραματικός άνθρωπος που έχεις γνωρίσει, και πως δε καταλαβαίνεις πως "ένας λέοντας μπορεί να συμπεριφέρεται σαν ένας σιχαμερός καρκίνος" -εγώ δε θα καταλάβαινα βέβαια, γιατί δε διαβάζω τα ζώδια όπως εσύ κάνεις ανελλιπώς αφού βάψεις τα τετράγωνα νύχια σου "μπλέ γαλαξία".
Τέλοσπαντων, εκείνη την περίοδο, όλα ήταν δράμα κατ επιλογήν. Έκανα ένα τεράστιο eyeliner και ένιωθα σα τη Ρένα Κουμιώτη, νομίζω είχα φορέσει κάτι ανάλογο, ένα βράδι που με τον Α αποφασίσαμε να κάνουμε ότι έχουμε λεφτά, και να πάμε σε ένα απ' αυτά τα πρωτοκλασάτα μπαρ που σκάνε κάτι φραγκάτοι καλλιτέχνες, να κάνουμε πως είμαστε κι εμείς, και να πιούμε από δύο κοκτέιλ με τα τελευταία δεκαέξι ευρώ του μήνα, και ένα πακέτο τσιγάρα ντάβιντοφ, επίσης για φραγκάτους, χειρονομία στην οποία επέμενε ο Α, ενώ εγώ του έλεγα πως τα "φιλικά προς το λαό τσιγάρα" είναι απολύτως οκ σε μέρη που συχνάζουν καλλιτεχνάρες. Τέλοσπαντων, εκείνο το βράδυ ντύθηκα κυρία Ρένα, και κάναμε με τον Α πως είμαστε ζευγάρι αλλά χωρίς να είναι σαφές, αν εκείνος είναι και γκέι ή όχι. Αυτό επίσης το επέλεξε ο Α, νομίζοντας πως θα είμαστε ακόμα πιο εκκεντρικοί, λες κι εκείνος δεν ήταν αρκετά όταν συνδύασε το ντύσιμο του, με ασορτί καδένες, για "να ταιριάζουν οι ρόλοι μας". Βλέπεις, ξέρω πως κράζεις το δράμα αυτού του ύφους και προτιμάς να νιώθεις πως παίζεις σε ταινία Δρόμου, με όλες αυτές τις ατάκες σου τις μονοκόμματες, που μοιάζουν λιγάκι με ένα από αυτά τα έργα που τα αποκαλούν γλυπτά, αλλά είναι στην πραγματικότητα, απλά γρανίτης σε υπερμέγεθη κύβο κνορ. Ωστόσο, επιμένω πως είσαι μεροληπτική επί τούτου, και πως μπορείς στην πραγματικότητα να αντιληφθείς απόλυτα, πως το δράμα που εγώ δημιουργώ είναι μονάχα μια λιγάκι δυσλειτουργική προσπάθεια, να νιώθω τα πράγματα στον απόλυτο βαθμό τους. Δεν ξέρω αν αυτό είναι κάποιο κατάλοιπο που εκείνος ο τύπος άφησε πριν τρία καλοκαίρια, όταν είπε πως "όλοι έχουμε ένα κενό, και βρίσκεται ακριβώς πίσω από τον αφαλό μας". Τότε που στο είχα μεταφέρει, μαζί με εκείνο το απαίσιο όνειρο που είδα με εκείνον, και το πρόσωπο του πλαισιωμένο με δυό χαντζάρες, τα μάτια του σε ένα παράξενο τόνο του πορτοκαλί,  είχες πει πως ο τύπος σου ρουφά το φώς σου και να μη μασήσω, εγώ δε μάσησα, αλλά ναι που τελικά είχε δίκιο. Ή που ξέρεις, ίσως γοητεύτηκα απ' το σκοτάδι και ψήθηκα να κάνω κι εγώ. Πάνε χρόνια όμως από τότε. Τώρα γελάμε περισσότερο με αυτά. Ίσως είδαμε και πολλές ταινίες ενδιάμεσα. Κι αυτό να βοήθησε.
Το καλοκαίρι αυτό περνάει Ζ, και βασικά  μόλις άρχισε να τελειώνει. Αν αυτή είναι μια λογική πρόταση. Εσύ σε λίγες μέρες θα γυρίσεις. Και φοβάμαι τον ερχομό σου. Δε θα με βρείς πιο σίγουρη, μόνο πιο μπερδεμένη. Με μια απορία στα χείλη, αν είπα πάλι μαλακία, αν έκανα τίποτα κακό. Κι εσύ, με όλη την άμμο ακόμα απ τα μαλλιά σου, θα γελάσεις απ το στομάχι σου και θα πείς "ρε ηλίθια, μπαντριπάρεις όλο τον Αύγουστο;"
Με πιάνουν γέλια μόνο που το σκέφτομαι. Δε ξέρω γιατί κατάπια εκείνο το εισιτήριο Ζ, ξέρω μόνο πως το έκανα με τεράστια προθυμία, με πάθος που θα χαρακτήριζε ίσως μια σταυροφορία, με την χριστιανική χορωδία της Μόσχας να συνοδεύει εμένα στα Διονύσια Μυστήρια. Αχ ορίστε άρχισα πάλι τα αρχαιοελληνικά στόρι. Έστω με δόσεις βυζαντινές. Τώρα που αυτό το ταξίδι τελειώνει, είμαι τόσο κουρασμένη. Δεν έχω καταφέρει να πω πραγματικά τίποτα. Μάλλον γιατί είμαι τόσο κουρασμένη. Ελπίζω όταν ξεκουραστώ, να τα θυμάμαι ακόμα. Ελπίζω όταν ξυπνήσω να έχεις γυρίσει και να στα πώ. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άνω Ιλίσια - Χρόνια δυό

Γράμματα στη Ζ (σχεδόν Αντίο)

Η ιστορία των αυγών του δράκου (μέρος πρώτο) / KLIK magazine