Γράμματα στη Ζ (τεύχος 4)

Αγαπημένη μου Ζ,
σήμερα με πήρε τηλέφωνο ο Θ. με πήρε από το καράβι της επιστροφής στη Αθήνα, μου είπε, πως οι μέρες της δουλειάς τελείωσαν και πως επιτέλους γυρνά πίσω. Πίσω, μια λέξη που χωράει κάτι "να σε περιμένει" μα Ζ, τον Θ, δεν τον περιμένει τίποτα στην Αθήνα, κι αυτός είναι ακριβώς και ο λόγος που έφυγε. Όπως ήταν κι ο λόγος που έφυγες εσύ. Το θέμα είναι πως ο αν ο Θ γυρνάει, αυτό σημαίνει πως κάπου τώρα ή έστω λίγο αργότερα γυρνάς κι εσύ. Γυρνάς με το ίδιο καράβι, που γέρνει από δω κι από κει, όσο τα μελτέμια στο Αιγαίο ακόμα ποθούν τους πνιγμένους. Μα Ζ, εύχομαι ειλικρινά να μη πνιγείς, γιατί τότε δεν θα έχω σε κανένα να γράφω, κι ας μη διαβάζεις ποτέ όσα γράφω. Αγαπημένη μου φίλη, μετρώ ήδη δεκαπέντε μέρες προς το φθινόπωρο. Μέρες που είναι άλλοτε λουσμένες στο χρώμα, και κάπου κάπου βυθισμένες στη λήθη. Σε ένα απέραντο σκούρο μπλέ, χωρίς καμία συνέχεια σε κάτι πιο γαλάζιο. Αν και ούτε το καλοκαίρι υπήρξε γαλάζιο για εμάς. Πριν από ένα καλοκαίρι, και για την ακρίβεια, πριν μπεί καν η Άνοιξη, ήμουν εγώ, που όπως ο Θ, όπως κι εσύ, δεν είχα τίποτα πια να κάνω στην Αθήνα, κι έφυγα, μέχρι που εσύ σταμάτησες να με παίρνεις τηλέφωνο, μέχρι που ο Π, μετάνιωσε που το χειμώνα δε με αγάπησε, και προτίμησε να με αγαπήσει όταν δεν είχε ούτε τη μυρωδιά μου. Μάλλον ήταν καλύτερα γι αυτόν. Γύρισα το καλοκαίρι, όχι γιατί είχα κάτι να με περιμένει, αλλά γιατί εγώ δεν άντεχα να περιμένω άλλο κάτι. Πολύ καιρό μετά, στην επόμενη Άνοιξη, ήμαστε μαζί και τρώμε στο κρυφό ινδικό που αποφεύγουμε να το πούμε σε οποιονδήποτε, μη μας χαλάσει το στέκι, και μην αρχίσουμε να πληρώνουμε τα διπλά χρήματα και μας γαμηθεί η βολή. Αχ Ζ. πάνω από το πιο καυτερό ταντούρι του κόσμου, είχες την ευαισθησία να μου δώσεις μια τελευταία συμβουλή πριν φύγεις. Ίσως αν είχες πιεί το λάκσμι σου να μην είχες πεί κάτι τέτοιο, να είχες ηρεμήσει από όλη αυτή την ηθελημένη καψαϊκίνη, και να είχες πεί κάτι άλλο, που δε θα έκαιγε τα μέσα μου. Ίσως να είχες πει, κάτι μετριοπαθές, όπως "τι να κάνουμε" ή "δε πειράζει". Όμως είπες "πουτάνα όλα" και εγώ το πήρα της μετρητοίς. Βεβαίως. Έκανα μονάχα ο,τι μου έλεγε η καρδιά μου, και η καρδιά μου έχει προβλήματα. Έτσι προκάλεσα, κι άλλα προβλήματα, και σε καμία περίπτωση δεν έλυσα τίποτα. Ζ, το καλοκαίρι πέρασε με εμένα να πονώ. Να πονώ απο το περπάτημα, από το σκάψιμο, από τις σκάλες, από το κουβάλημα, από τη ζέστη, την υπερκόπωση, την συνήθεια, την απογοήτευση, την ερωτική απογοήτευση, την ίδια τη ζωή και τη σκληράδα της. Πόνεσα για τα καλύτερα παιδιά που φεύγουν νωρίς, χωρίς καμία προειδοποίηση, χωρίς καμία αιτία, και εμείς μένουμε να θυμόμαστε μόνο τα καταπράσινα μάτια τους, που έδειχναν πεντακάθαρα, μια από τις πιο αγνές ψυχές. Απ' αυτές, που καμία δουλειά δεν έχουν σε αυτόν τον κόσμο, πέρα από ίσως, να θυμίσουν σε όποιον ενδιαφέρεται για κάτι τέτοιο, πως υπάρχει αυτή η αγνότητα που τόσο αναζητούν, μα δεν είναι έτοιμοι ούτε οι ίδιοι γι αυτό. Φέτος το καλοκαίρι, στέρησε πιο πολλά απ' όσο το σιδερένιο πρόσωπο του χειμώνα. Και πήρε πίσω όσα η άνοιξη έδωσε απλόχερα. Μας άφησε σε μια μεσότητα, όσους ξεμείναμε, όπως πάντα στην Αθήνα, χωρίς σχέδια, χωρίς όνειρα.
Ζ, εσύ δεν κάνεις ευχές και όνειρα. Μια φορά που ήσουν με τον Λ. έπεσε ένα αστέρι και του είπες πως δεν κάνεις ευχές, γιατί δε τις πιστεύεις. Ο Λ, παρόλο που είναι τόσο σκληρός και αδιαπέραστος, και ποτέ δεν καταφέραμε να μάθουμε ούτε τι θέλει, ούτε τι νιώθει ούτε τι τέλος πάντων φοβάται, όμως ακόμα κι αυτός απόρησε, που γίνεται να είσαι τόσο σκληρή. Εκείνο το πρωινό πριν φύγεις, ήρθες στο σπίτι μου στις πέντε το πρωί. Εγώ δεν κοιμόμουν, γιατί είχα αυπνία, και αυτή η πάθηση, με κάνει να νιώθω τη ζωή μουδιασμένα, ευτυχώς, γιατί έτσι δε τρομάζω όταν έρχεσαι μες την άγρια νύχτα. Άναψες ένα τσιγάρο από ένα πακέτο που κάποιος σου έδωσε σαν αποχαιρετιστήριο δώρο για όσο θα είσαι μακριά. Μου είπες, πως είμαι πολύ ευαίσθητη, πως αφήνω τους άλλους να με χρησιμοποιούν, γιατί -δυστυχώς- νοιάζομαι. Είπες τότε, κάτι που δε θα ξεχάσω, πως δε θα έπρεπε να νοιάζομαι ούτε για εσένα, γιατί δεν σε έχω ανάγκη, κι ευτυχώς, δε με έχεις κι εσύ, άρα μπορούμε να βρισκόμαστε και να είμαστε ειλικρινείς. Μου είπες, πως το νοιάξιμο μου, κάνει εμένα να μην είμαι ειλικρινής, από φόβο μη στεναχωρήσω κάποιον, και τον χάσω, ενώ στην πραγματικότητα -και είπες πάλι "δυστυχώς"- κανείς δε χάνεται πραγματικά, και μένουμε να χάνουμε χρόνο στο να ανησυχούμε αντί να κοιτάμε, ε λοιπόν, βασικά τον εαυτό μας. Δεν ήξερα τι να σου απαντήσω τότε. Στις δεκαπέντε αΑυγούστου όμως, ήμουν μόνη στην Αθήνα, είχα δουλέψει με το σώμα μου, καθόμουν σε ένα παγκάκι στην Ακαδημία, περίμενα το λεωφορείο για το σπίτι, κι έγραφα σε ένα μικρό μπλοκάκι για τις λίστες του σούπερ μάρκετ. Τότε σου έγραψα "Και τι είναι ο Ήλιος Ζ; Τι είναι αν δεν έχει πλανήτες;". Ζ, η ζωή μου στιγματίζεται από τους άλλους. Η ζωή μου χρειάζεται τους "άλλους" για να έχει σημεία αναφοράς. Ζ, χωρίς τους άλλους η ζωή μου είναι μια ατέρμονη επανάληψη της ίδιας μέρας. Όταν αυτό το μοντέλο ζωής δοκιμάστηκε, ήταν από τις λίγες φορές που είπες, πως είμαι καλά. Ένα καλοκαίρι πριν, οι ανθρώπινες επαφές μου εκμηδενίστηκαν, ξεκίνησαν από την αρχή όταν αναγκαστικά έπρεπε. Ως εκείνη τη μέρα, βρισκόμουν σε ένα πέπλο σιωπής. Η σιωπή που με λύτρωσε, έχτισε αυτά τα τείχη, τα οποία εσύ θεωρείς πανάκεια, καθώς τίποτα δε μπορεί να σε αγγίξει πίσω από τα δικά σου τείχη. Μάλιστα, θεωρώ πως πλέον, γύρω από τα τείχη σου, φρόντισες να βάλεις, τάφρο με κροκόδειλους, σπαθιά μπηγμένα με τη μύτη προς τα πάνω στο έδαφος, λέιζερ, νίντσα, πολεμιστές κουνγκ φου, βόμβες, νάρκες, και ολόκληρο τον Ισραηλινό στρατό και Ζ, σε θαυμάζω. Σε θαυμάζω γιατί είσαι η εκλεκτή του Θεού του πολέμου, η εταίρα και ιέρεια του. Αυτή που τον περιμένει στις τελετές του που έχουν κάτι από αγνό σίδηρο. Ζ, προσπάθησα να μαθητεύσω στο θεό σου, να με διδάξει την τέχνη του πολέμου, και την τέχνη του έρωτα. Κι απέτυχα Ζ. Δεν ξέρω αν απέτυχα διότι δεν ήσουν εδώ να επιβλέπεις τις επιδόσεις μου. Ή αν έγινε επειδή πραγματικά η καρδιά μου δεν είναι τελικά φτιαγμένη από τίποτα άλλο, πέρα από αίμα και αρτηρίες και μαλακούς μύς, που αν και τόσο δυνατοί, παραμένουν, κρέας. Ένα βράδι που δεν με έπιανε ύπνος ούτε όταν κόντεψε πρωί, παρόλο που νύσταζα από το ηλιοβασίλεμα, ήρθε και με βρήκε. Ήταν σα κάποιος να άγγιξε το μάγουλο μου, ένα δροσερό χέρι σε μια πολύ ζεστή νύχτα, που δε μου χάρισε ποτέ τη γαλήνη. Η αλήθεια Ζ. Η αλήθεια μου είναι, πως είμαι θλιβερή. Στο γράφω και μου φεύγει ένας αναστεναγμός. Αγαπημένη μου Ζ, είμαι ένα μαλακό ζυμαράκι. Δεν είμαι η σιδηρά κυρία που κατάφερες να γίνεις, αν και απ όταν σε γνώρισα, μόνο έτσι σε ξέρω. Ζ, έχω συναισθήματα, τόσα πολλά που φεύγουν προς κάθε κατεύθυνση, σε όποια πιθανή ένταση μπορείς να διανοηθείς. Συναισθήματα που σπάνια φτάνουν στον παραλήπτη, κι όταν φτάσουν είναι μέσα από μεγενθυτικούς καθρέπτες, και ντουντούκες που αλλοιώνουν τη φωνή μου. Αυτοί οι τρείς μήνες της απουσίας σου, ήταν και για εμένα ένα ταξίδι, από μανία σε κατάθλιψη. Μέτραγα τις μέρες που διαρκεί η κάθε φάση, ξέροντας πως στην επόμενη μανία, θα πω άλλη μια αλήθεια μου, που με τόση οργή θα βρεί τον παραλήπτη, που πια δε θα ακουστεί τίποτα πέρα από μια δυνατή κραυγή, ίσως κι ένα κρότο.
Καθώς τελείωνε ο Αύγουστος, θέλησα άλλο ένα καλοκαίρι, άλλη μια ευκαιρία, να πω όσα θέλω. Να κάνω όσα θέλω, με όποιον θέλω. Τελικά ο χρόνος δε γύρισε πίσω Ζ. Και τώρα το μόνο που θέλω είναι η παγωνιά του χειμώνα. Θέλω να ξεχάσω τα πρόσωπα που θάβονται πίσω από στρώματα ασβέστη και σώματα που πάντα πονάνε στη μέση. Τα θέλω μου είναι μεγαλύτερα κι από τα δικά σου, μα η θέληση μου, επίμονη όσο η φαγούρα ενός κουνουπιού. Περιμένω να μπεί ο Οκτώβρης. Τον Αύγουστο περίμενα να μπεί ο Σεπτέμβρης. Ζ, λες να μη περιμένω τίποτα και κανέναν. Εγώ όμως περιμένω, εσένα, και εσύ θέλεις να σε περιμένω Ζ. Μπορεί να μη το θυμάσαι όμως όταν γυρνούσαμε σπίτι με τα πόδια από τη Μιχαλακοπούλου, μετά τη συναυλία που πήγαμε με τον Κ και τον Σ, και χορέψαμε και ήπιαμε τσίπουρο από παγουράκι πλαστικό, μέχρι να μη θυμόμαστε πια τους στίχους, είπες, στην ττρίτη στάση Ιλισίων, είπες. Αχ είπες Ζ, πως με αγαπάς, και συμπλήρωσες μετά από ένα ήσυχο ρέψιμο, πως είμαι η μόνη που έχεις. Και έτσι τώρα εγώ ξέρω πως θέλεις να σε περιμένω, και πως ακόμα κι αν μου λες να μη περιμένω κανένα, θέλεις να περιμένω εσένα. Έτσι επειδή δεν γίνονται εξαιρέσεις, και το ξέρεις, πως με τους κανόνες, έχω πολύ κακή σχέση, περιμένω όποιον θέλω Ζ. Περιμένω τον Π, να μεγαλώσει και να μη μου φέρεται σαν ένα γιγάντιο μουνί. Περιμένω τους ανθρώπους να καταλαβαίνουν πως κάνω το καλύτερο που μπορώ για να είναι ευτυχείς, και πως σε μερικές σπάνιες περιπτώσεις, μπορώ και να τους κάνω, με την ίδια σιγουριά που είπα στον Α πω ο μόνος τρόπος να είναι κανείς ευτυχής, είναι δια μέσου του εαυτού του. Αν και το είπα αυτό στον Α επειδή είχε τα γεννέθλια του και γκρίνιαζε που έγινε 42, αλλά εγώ δεν ήθελα να κάνουμε σεξ, όχι επειδή ήταν 42, αλλά επειδή κάνω, όπως και όλα τα άλλα, σεξ με την καρδιά μου. Ω Ζ, ξέρω πως θα βρείς αυτό το τελευταίο σαχλό, μα δε με νοιάζει. Ξέρω πως φοβάσαι, γιατί η δική σου καρδιά, δεν μπορεί να χαραμιστεί, κι έτσι τη χαράμισες μόνη σου. Τώρα, χωρίς καρδιά πια, μπορείς να φεύγεις, πολύ μακρυά. Και να μη θυμάσαι τίποτα, να σου μοιάζουν όλα μεθυσμένα. Άραγε όταν με σκέφτεσαι, καμιά φορά έστω, εδώ πίσω, να σε περιμένω, να ξέρω πως κάποια στιγμή θα γυρίσεις, άραγε νιώθεις ένα βάρος στο στήθος; Ξέρεις, απ' αυτό που σου θυμίζει πως θέλεις ή όχι, έχεις και καρδιά.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άνω Ιλίσια - Χρόνια δυό

Γράμματα στη Ζ (σχεδόν Αντίο)

Η ιστορία των αυγών του δράκου (μέρος πρώτο) / KLIK magazine