Γράμματα στη Ζ (σχεδόν Αντίο)

Αγαπημένη μου Ζ,
πάει καιρός που έχω να εμφανιστώ, σου έγραψα μόνο σκόρπια σημειώματα, τα βράδια που δε μπορούσα να κοιμηθώ. Σημειώματα χωρίς ροή, συχνά, χωρίς θεματική πρόταση, πόσο μάλλον κατακλείδα.  Ίσως καλύτερα, μιας και γνωρίζεις πως υπήρξε μια μακρά περίοδος πρότασης κατακλείδας. Ένας πραγματικός Κατακλεισμός. Ζ, έφυγα. Όπως έφυγες κι εσύ. Σε περίμενα όλο το καλοκαίρι, μα δε γύρισες το Σεπτέμβρη. Έμπαινα κάθε Τετάρτη στο σπίτι σου. Πότιζα τη Γιούκα σου και το γεράνι. Έφτιαχνα καφέ στην καφετιέρα σου. Τον έπινα στη δική σου πλευρά του μπαλκονιού. Έκανα ένα τσιγάρο, από το πακέτο που κρύβεις μέσα στην άδεια γλάστρα. Μετά έπλενα το φλιτζάνι, καθάριζα την καφετιέρα, άδειαζα το τασάκι, έβαζα τα πάντα στη θέση τους, έκλεινα τα παράθυρα κι έφευγα. Αντίθετα από την είσοδο στο σπίτι σου, στην έξοδο, δε μύριζα πια μπαχαρικά και λιβάνι. Μύριζα το μαλακτικό στο φθαρμένο μπλουζάκι που κράτησα από κάποιο αγόρι, μύριζα λιγάκι τη σκόνη που ξεκουράζεται πάνω στα βιβλία σου. Αλλά δε μύριζα πια το σπίτι σου. Ως την άλλη φορά, έλεγα.
Πριν μια βδομάδα είδα τον Κ στο δρόμο. Ανέβαινε τη Σόλωνος, κρατώντας μια τεράστια καρτέλα με αυγά. Ήταν δίπλα του η Δ, φαινόντουσαν χαρούμενοι. Πλησίασα, ήταν χαρούμενοι και όταν πλησίασα. Τους ρώτησα για τα αυγά. Μου είπαν πως ετοιμάζουν τραπέζι με θέμα τα αυγά. Αυτή την ιδέα εγώ την είχα πει στον Κ. Τώρα την υλοποίησε με τη Δ. Όταν μου το είπε, φάνηκε σα να έχει ξεχάσει πως ποτέ του το είπα, κι αυτό γιατί όταν το έλεγε, κοίταγε τη Δ, και της χαμογέλασε. Χαμογέλασα κι εγώ. Μα όταν γύρισε να κοιτάξει εμένα, ήταν λυπημένος. Έτσι λυπήθηκα κι εγώ. Δύο βράδια μετά, πήγα στο μπάρ, για δουλειά. Κάπνιζα ένα τσιγάρο, όσο ετοιμάζονταν ένα κοκτέιλ με πολύ έντονο πορτοκαλί χρώμα. Θυμήθηκα το πορτοκαλί που βλέπαμε από την πλευρά του Φιλοπάππου που βλέπει στη θάλασσα. Σιχάθηκα το ψεύτικο πορτοκαλί. Έπιασα τον Σ. Του είπα πως πρέπει να φύγω, πως να μη με περιμένει αύριο, με ρώτησε τι έγινε, και δεν μπορούσα να του εξηγήσω. Με ρώτησε αν θα γυρίσω, και του είπα πως δεν ξέρω. Του είπα "Σ, δεν ξέρω. Συγγνώμη. Δε ξέρω τίποτα, απλά πρέπει να φύγω."
Γύρισα στα Ιλίσια, έβγαλα όλες τις γλάστρες στο μπαλκόνι, ελπίζοντας πως θα βρέχει και θα ποτίζονται. Έπλυνα τα πιάτα, πέταξα τα σκουπίδια. Πήρα το σακίδιο με το οποίο πήγαμε στην Ανάφη, στα Κουφονήσια, στη Δονούσα και τη Γαύδο. Το σακίδιο που τότε, έφερε μόνο παρεώ και βιβλία, γιατί ήμασταν γυμνές και διαβάζαμε. Δεν το γέμισα παρεώ. Και δεν πήρα βιβλίο. Πήρα το φούτερ που μου χάρισε ο Α. Πήρα το σουγιά που μου αγόρασες όταν έσπασα τον δικό μου προσπαθώντας να σου αλλάξω λάστιχο. Πήρα το ζευγάρι τις κάλτσες που μου έπλεξε η γιαγιά σου. Καθώς και το υπόλοιπο του τραπεζικού μου λογαριασμού. Έπειτα πήγα στο διαμέρισμα σου. Έκλεισα τα παντζούρια, αφού έβγαλα έξω τη γιούκα. Πήρα το τελευταίο τσιγάρο από το πακέτο της γλάστρας. Πήγα στο αυτοκίνητο, που μου άφησε ο αδερφός μου όταν έφυγε κι αυτός. Δε το είχα κινήσει καθόλου. Είχα σχεδόν ξεχάσει πως υπάρχει. Έβαλα μέσα το σακίδιο με τα λίγα πράγματα. Έβαλα μέσα μια κουβέρτα και το μαξιλάρι μου. Τον υπνόσακο, το παγούρι μου και τη μικρή σκηνή μου. Έκατσα στο κάθισμα του οδηγού. Πανικοβλήθηκα. Θέε μου τι κάνω. Έκανα μια νευρική κίνηση, ανάβοντας το τελευταίο τσιγάρο από το σπίτι σου. Είδα το πρόσωπο της μανίας, το δικό σου. Κοίταξα το δικό μου, στον καθρέπτη του οδηγού. Έμοιαζε λυπημένο. Κάπνισα όλο το τσιγάρο. Άκουγα τρίτο πρόγραμμα. Ο ήλιος έλαμπε. Ήταν μια υπέροχη μέρα. Εγώ ήμουν εγκλωβισμένη μέσα σε ένα στέισον παλιό σα το χρόνο. Δε μπορούσα να πάω πίσω, και δε μπορούσα να φύγω μπροστά.
Έβαλα μπροστά τη μηχανή, την άφησα στο ρελαντί. Βγήκα έξω. Τεντώθηκα. Πήρα τη βαθειά ανάσα.
Ξαναμπήκα μέσα. Έβαλα γυαλιά ηλίου. Έσβησα το τσιγάρο στο πεντακάθαρο τασάκι.
Άφησα αργά το συμπλέκτη, και έφυγα. Δεν ξέρω ποιός οδηγούσε για πολλή ώρα. Όταν έφτασα έξω από την Κινέτα, από την παλιά εθνική, κατάλαβα πως δεν έχω πια τον έλεγχο. Πως όλη αυτή τη διαδρομή, έκανε κάποιος άλλος, και όχι εγώ.
Ώσπου να συνέλθω εντελώς, είχα φτάσει πια σε μια άλλη πόλη.
Σταμάτησα σε ένα καφενείο, και πήρα σάντουιτς και καφέ. Με κοιτούσαν περίεργα, μα δε με ένοιαζε. Δεν ήμουν πια εγώ. Δεν είχε σημασία, ούτε η πόλη που έφτασα, ούτε η πόλη που άφησα.
Δεν ξέρω πόσες μέρες ήμουν στο δρόμο. Ξέρω μόνο πως από ένα σημείο και μετά σταμάτησα να φοβάμαι να κοιμάμαι στο αυτοκίνητο. Σταμάτησε να τρέχει η καρδιά μου. Σταμάτησα να αισθάνομαι βρώμικη. Σταμάτησα να θέλω εσπρέσο από την Ινδία, ανθρακούχο νερό με λεμόνι, γαλλικό βούτυρο, μυρωδάτες πετσέτες και απαλά σεντόνια.
Σταμάτησα να ονειρεύομαι ένα ζευγάρι απαλά χέρια να μου χαϊδεύουν τα μαλλιά πριν να κοιμηθώ, και δεν αγόρασα κάποια κυριακή το περιοδικό με τις συνταγές που προσπαθούσαμε να πετύχουμε όποτε αποφασίζαμε να φάμε. Πέρασα μια εβδομάδα μέσα στο αυτοκίνητο. Οδηγούσα εννέα ώρες τη μέρα, με διαλείμματα. Σταματούσα σε δημοτικά πάρκινγκ. Έτρωγα πιτόγυρο, σε καντίνες, σε φαστουυντάδικα της εθνικής. Έπλενα τα χέρια και έβρεχα τα μαλλιά μου στις τουαλέτες στα βενζινάδικα. Άλλαξα ταμπόν στην άκρη του αυτοκινητόδρομου. Πέταξα το παλιό και ματωμένο μέσα σε μια σακουλίτσα μπλέ που μου έδωσε ο περιπτεράς, όταν αγόρασα ένα πακέτο κερέλια και μια λεμονάδα με ανθρακικό. Όταν αυτή η ηθελημένη εξαθλίωσε έφτασε στο σημείο που κάποιοι άνθρωποι θωρούν ως όριο, μπήκα σε μια κωμόπολη, βρήκα το μοναδικό οίκημα ενοικιαζόμενων δωματίων. Έδωσα το εν τρίτο του ποσού ασφαλείας που πάντα που έλεγες να οργανώνω, και έκλεισα ένα δωμάτιο για έναν μήνα. Η γυναίκα στην υποδοχή, μια μεσήλικη νοικοκυρά που αξιοποιούσε το ακίνητο των προγόνων της, με κοίταξε με περιέργεια όταν μπήκα μέσα. Με είδε βρώμικη, παρόλο που προσπάθησα σκληρά να σουλουπωθώ σε μια δημόσια τουαλέτα. Με ρώτησε: "Τι είσαι, πρεζάκι;" Την κοίταξα στα μικρά μάτια της που θύμιζαν μεγάλου ποντικιού, της είπα " όχι, είμαι απλά κουρασμένη" Μου έδωσε τα κλειδιά για το δωμάτιο 11, το τελευταίο στον πρώτο όροφο. Όταν άπλωσα το χέρι να το πάρω, με κοίταξε πάλι, και πριν αφήσει το κλειδί, είπε "Ελπίζω να μη φέρεις προβλήματα". Βούρκωσα, δεν μπόρεσα να της απαντήσω. ΑΝ της έλεγα, πως το πρόβλημα είμαι εγώ, θα έκλαιγα πάνω στη φλοράλ γιαγιαδίστικη ρόμπα της. Πήρα το κλειδί, το σακίδιο, την κουβέρτα και το μαξιλάρι μου. Καθώς και μια ακόμα μπλέ σακούλα από ένα προσήκον μπακάλικο, μέσα στην οποία περιέχονταν τα πρόσφατα αγορασμένα μου υπάρχοντα: Ένα σαπούνι Καραβάκι. Μια οδοντόβουρτσα παρέα με τη αντίστοιχη οδοντόκρεμα περασμένου αιώνα, ένα σαμπουάν για μωρά, μια ενυδατική κρέμα νιβέα, ένα πακέτο κρακεράκια, και ένα τεύχος σταυρόλεξα μαζί με ένα από τα βιβλία μαλακών εξωφύλλων που αγοράζουν οι τουρίστες τα καλοκαίρια, που διηγείται κάποια μέτρια ιστορία, με σεξ και έγκλημα. Βεβαίως, υπήρχαν ακόμα, ένα πακέτο τσιγάρα, και μια λεμονάδα με ανθρακικό.
Μπήκα στο μικρό δωμάτιο, μύριζε χλωρίνη. Θυμήθηκα τότε που μετακόμισες δίπλα μου, που μαστουρώναμε ένα ολόκληρο απόγευμα, ρίχνοντας σκέτη χλωρίνη σε όλο το μπάνιο, την κουζίνα και τα μωσαϊκά. Άνοιξα το παράθυρο. Το μπαλκονάκι, έβλεπε σε μια αυλή. Πρόσεξα μια γάτα, που νιβόταν σκαρφαλωμένη πάνω στην κληματαριά. Ζήλεψα τη γάτα. Ήθελα κι εγώ να νιφτώ. Μπήκα στο ασφυκτικό μα τόσο λευκό μπάνιο. Πέταξα τα βρώμικα ρούχα μου στο πάτωμα. Θα τα έπλενα αργότερα. Μπήκα κάτω από το νερό, που έβραζε από τον ηλιακό θερμοσίφωνα, όπως όλες οι σωλήνες σε αυτά τα νότια μέρη που βρέθηκα. Άφησα το νερό να τρέχει. Και να τρέχει και να τρέχει και να τρέχει, μέχρι που επέστρεψαν τα δάκρυα που έκρυψα από τη σπιτονοικοκυρά μου. Τώρα μπορούσα να τα αφήσω. Δεν ήξερα γιατί κλαίω. Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που έκλαψα. Και ούτε τότε θα ήξερα γιατί κλαίω. Δεν ξέρω τι με πλήγωσε τόσο, και τι με έκανε να φύγω. Δε ξέρω τι με τρόμαξε. Δε ξέρω τι κάνω σε μια πόλη στο πουθενά. Σε ένα ξένο μπάνιο. Γυμνή, σε ένα ξένο ντούς. Με ένα υφάλμυρο νερό να πέφτει πάνω μου καυτό σαν την κόλαση.
Βγήκα από το ντούς όταν σταμάτησα να έχω λυγμούς. Είπαμε, όχι προβλήματα.
Τυλίχτηκα σε μια άσπρη πετσέτα, απ αυτές τις χιλιοπλημένες, τις πλέον κάτασπρες από το λευκαντικό και τις υψηλές θερμοκρασίες, με την τραχιά υφή, σχεδόν σα να σε αγγίζει ξένο χέρι.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι, με ένα τρίξιμο.
Κοιμήθηκα ως που να έχουν στεγνώσει τα μαλλιά μου. Κοιμήθηκα για 12 ώρες. Ίσως και παραπάνω. Κοιμήθηκα, απόγευμα, και ξύπνησα ξημερώματα. Πέντε το πρωί, βγήκα στο μπαλκόνι. Ήπια την λεμονάδα με το ανθρακικό. Κάπνισα τα καρέλια. Κοίταζα να βρώ τη γάτα που κοιμόταν χθές το μεσημέρι. Δεν ήταν πουθενά. Θα βρήκε κάποιον γάτο.
Περίμενα να ξημερώσει, να πάει οκτώ, και κοίταζα απλά απέναντι. Σκεφτόμουν όλα εκείνα τα βράδια, που δεν κοιμήθηκα. Είτε γιατί περίμενα να γυρίσεις, είτε γιατί ήθελα να γυρίσω εγώ. Σκεφτόμουν όλα τα βράδια που μέθυσα, κι όλες τις ιστορίες με όλους αυτούς που έφυγαν. Όλες τις σκληρές απαντήσεις που με δασκάλεψες να δίνω. Τους ρόλους που έπαιξα, ακολουθώντας το σενάριο σου ή τον πολύ κακό μου αυτοσχεδιασμό. Σκέφτηκα όλα τα πρόσωπα που ζωγράφισα με λύπη. Πως ζωγράφισα τη δική μου λύπη με πρόσωπα.
Πήγε οκτώ. Βγήκα έξω, με τα πόδια. Φόρεσα τα μοναδικά καθαρά ρούχα που είχα. Ευτυχώς, είχα ένα ολόκληρο σετ. Κρύωνα, και έβαλα από πάνω το φούτερ του Α. έβαλα τα χέρια στην τσέπη μπροστά, και ανακάλυψα, μια χαλκοσωλήνα Φ15, για την ακρίβεια ένα κομμάτι της. Ένα τέλειο κύκλο 180 μοιρών. Και θυμήθηκα πως αυτό το κομμάτι, μου το έδωσε η Ε, όταν λίγο πριν φύγω συναντηθήκαμε, μετά τη δουλειά της στο κατασκευαστήριο. Ψηλά, σε μια ταράτσα ενός βιομηχανικού κτιρίου στο Μεταξουργείο. Η Ε ήταν η μόνη που κατάλαβε πως θα φύγω. Και δεν είπε τίποτα. Με πήρε αγκαλιά όπως συνηθίζει να είναι διαχυτική με τους ανθρώπους. Τελειώσαμε τη μπύρα μας. Μου έδωσε αυτό το κομμάτι χαλκού. Κατέβηκα στο ισόγειο και έφυγα. Αναρωτιέμαι αν ο χαλκός, έγινε το φυλακτό μου.
Μπήκα σε ένα μαγαζί με εργαλεία. Ζήτησα ένα ψαλίδι. Πλήρωσα τρία ευρώ. Μπήκα σε ένα φούρνο. Αγόρασα ένα ψωμί. Πήρα ένα γάλα. Ανέβηκα πάλι πάνω, στο δωμάτιο μου.
Κάθισα στο κρεβάτι, κοιτάχτηκα στον μικρό καθρέπτη απέναντι. Πήρα το ψαλίδι, κι άρχισα να κόβω μια μια τούφα από τα μαλλιά μου. Σε κάθε ήχο του ψαλιδιού, ένιωθα πως τα πνευμόνια μου έχουν άλλο ένα χιλιοστό να κουνηθούν. Έκοψα σχεδόν όλα μου τα μαλλιά, μέχρι να νιώσω πως έχουμε σχεδόν τρία εκατοστά να αναπνεύσουμε. Όταν τελείωσα, το πάτωμα ήταν στρωμένο με ένα χείμαρρο από μαύρες τούφες. Πάνω στα ξυπόλητα πόδια μου, μαύρες τούφες. Στους ώμους μου, μαύρες τούφες. Στο άσπρο μπλουζάκι, το τελευταίο καθαρό, μαύρες τούφες. Κοιτάχτηκα στον καθρέπτη. Είχα αδυνατίσει τόσο, που πλέον τα μαλλιά μου με έκαναν σαν αγόρι.
Γδύθηκα, έμεινα μόνο με το βρακί. Άφησα όλα αυτά το κομμένα μαλλιά στο πάτωμα. Άνοιξα τη μικρή τηλεόραση. Είχε κάποιο πρωινάδικο. Το άφησα να παίζει όσο έτρωγα ψωμί με γάλα. Κουλουριάστηκα στα πόδια του κρεβατιού, κι αγκάλιασα τον εαυτό μου, τώρα που δεν είχα πια, κανέναν να με αγκαλιάσει, έπρεπε να μάθω να το κάνω εγώ.
Έτσι, καθώς καθόμουν προσπαθώντας να με αγαπήσω, σε σκέφτηκα, και σου έγραψα όλα αυτά, αν ποτέ θελήσεις να μάθεις τι απέγινα. Σκέφτηκα πως ποτέ δεν με είχες αγκαλιάσει πραγματικά. Εννοώ πως ποτέ δε με αγκάλιασες σαν να είχες πραγματικά ανάγκη να με αγκαλιάσεις. Πόσω μάλλον να είχες ανάγκη να σε αγκαλιάσουν.
Ζ, οδήγησα χιλιόμετρα μακρυά από όλη μας τη ζωή. Και κυρίως, απ' όση ζωή είχε απομείνει για μένα. Οδήγησα σαν φυγάς, και όχι σα μπητνικ. Οδήγησα όσο μακρυά όσο μπορούσα να φτάσω. Απέφυγα να πληρώσω διόδια. Γύρισα μέσα από χωριά και μικρές πόλεις, ψάχνοντας να βρώ ένα μέρος να μη μου θυμίζει τίποτα. Επιβίωσα, ενώ σκέφτηκα πόσες φορές απλά να μην σηκώσω το πόδι από το γκάζι, μέχρι να βρώ έναν συμπαγή τοίχο που γράφει με καλλιγραφικά γράμματα "Τέλος".
Κι έφτασα εδώ. Σα το λαό των εβραίων μέσα από την Ερυθρά θάλασσα. Γάλα αν και χωρίς μέλι.
Έφτασα να με πάρω αγκαλιά, να με αφήσω να κλάψω, να με αφήσω να θυμηθώ όσα με διέταξες να ξεχάσω. Άφησα ακόμα, κι ένα μικρό κομμάτι μου, σε αυτό το μικρό και άχαρο δωμάτιο.
Μετά απ όλα αυτά τα χρόνια μαζί σου Ζ, θέλω να σου πω ευχηθώ ένα πράγμα:
Να είσαι τρυφερή.
Ζ, άσε τον εαυτό σου να νιώσει όλα αυτά που φοβάται.
Άσε τον εαυτό σου να υποφέρει από τους άλλους και από εσένα.
κι αν δε μπορείς να κάνεις τίποτα, γι αυτό το μαρτύριο,
φύγε, με την ίδια τρυφερότητα.
Φύγε, μέχρι να πας κάπου που μπορείς να νιώσεις το μικρό φωτεινό κομμάτι μέσα σου.
Ζ, ίσως, να είσαι φτιαγμένη από ατσάλι, από χειρουργικό χάλυβα, από μαόνι.
Ή ίσως να πιστεύεις πως είσαι.
Ζ. Είμαι φτιαγμένη από αίμα, και μυς, και κόκκαλα, και κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά τα όργανα που συστηματικά καταστρέφω, αγνόησα πως έχω και μια καρδιά.
Δεν ξέρω αν αυτή η καρδιά λειτουργεί ακόμα. Μα δεν έχω καμία αμφιβολία, πως δε με βάλαν οι αστραγάλοι μου να έρθω εδώ χάμω. Ξέρω πως δεν ήταν το μυαλό μου, και σίγουρα οχι το στομάχι μου που οδήγησαν τόσο μακριά.
Πιστεύω όμως, πως για να βρίσκομαι εδώ, παραδομένη σε ένα τέλμα, σε μια άρνηση πως κάπως κάτι νιώθουμε και πρέπει να το νιώθουμε, μάλλον μπορώ ακόμα να νιώσω. Πέρασαν τέσσερις μήνες απ΄ όταν έφυγες διακοπές. Δεν γύρισες ποτέ και δεν έδωσες σημάδια ζωής. Δεν ξέρω πως να σε βρώ, κι αν είσαι καλά. Δε ξέρω αν θα γυρίσεις, μα πια έφυγα εγώ. Έφυγα για να σταματήσω να παρατηρώ, για να σταματήσω να βλέπω τη ζωή να συμβαίνει χωρίς να μπορώ να αντιδράσω.
Έφυγα για να μη σε δω να γυρίζεις σε μεγαλύτερη μανία από ποτέ, έτοιμη να σαρώσεις κάθε καρδιά, στομάχι, σπλήνα και χολή.
Έφυγα, γιατί πιστεύω, και πραγματικά το πιστεύω, πως κάπως, είμαι ακόμα τρυφερή.
Και ξέρω πως όσο είμαι τρυφερή, δεν μπορώ να το αρνούμαι, δε μπορώ να ζώ μια ζωή στην οποία φοβάμαι να με αγγίξουν πιο πολύ απ όσο φοβάμαι να αγγίξω.
Τα Αντίο είναι μεγάλες λέξεις Ζ, και δεν τα λέω.
Άλλωστε εσύ είπες τα αντίο για όλους μας.
Ίσως ήταν της μοίρας μας γραφτό, οι δρόμοι μας να χωρίσουν. Ίσως έπρεπε εσύ να βρείς την ηρεμία, κι εγώ να βρώ το νεύρο. Ίσως ήμασταν απλά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ίσως μαζί να ήμασταν ένα ολόκληρο νόμισμα, μα από άλλη εποχή, χωρίς καμία αξία πια, ένα κατοστάρικο σε δραχμές.
Δε ξέρω αν κανείς θα ανησυχεί για εμένα, και δε με ενδιαφέρει πια.
Εύχομαι αν ξανανταμώσουν οι δρόμοι μας, να είμαστε δύο ολόκληρα. Εύχομαι αν ποτέ γυρίσω πίσω, να μπορώ να αγαπήσω, και να αγαπηθώ. Εύχομαι ο πάτος που βρέθηκα, να έχει κάτι για εμένα, αν σκάψω, να γίνει πηγάδι, και το νερό να με ανεβάσει στην επιφάνεια.
Γράφω όλα αυτά, σε ένα μπλέ τετράδιο, σχολικό, με κουτάκια κουτάκια κουτάκια, τετράδιο γεωμετρίας, ένα από τα λίγα λάφυρα από την προηγούμενη ζωή μας. Τη ζωή στο έλεος του μπαρ. Τη ζωή, με εκείνους που φεύγουν αφού σε ξεσκίσουν.
Εύχομαι μια μέρα, να μπορώ να αγκαλιάσω κάποιον που να χαμογελά από το σηκώτι του.
Εύχομαι τότε, να σε ξαναδώ, να γελάς κι εσύ από το συκώτι σου.
Έκλεισα το τετράδιο. Μαζί με το τελευταίο γράμμα στη Ζ. Ξαναντήθηκα, ξαναβγήκα έξω. Ήταν πια μεσημέρι.  Έκατσα σε μια ταβέρνα, ζήτησα αυγά. Κάθισα στον ήλιο. Μου έκαιγε τον πλέον εκτεθειμένο μου σβέρκο. Έφυγα, προχώρησα στους αγρούς. Ξάπλωσα σε ένα χωράφι, ο ήλιος έκαιγε ακόμα. Σκέφτηκα, ευτυχώς που δεν πέθανα στην Εθνική. Εδώ είναι πολύ πιο ωραία. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Άνω Ιλίσια - Χρόνια δυό

Η ιστορία των αυγών του δράκου (μέρος πρώτο) / KLIK magazine