Αναρτήσεις

Notes to the future

Οι γρίλιες είναι ακόμα μισόκλειστες, και το θαμπό φως του Νοεμβρίου με προκαλεί να ξυπνήσω. Ευτυχώς ξυπνώ από το φιλί σου στο λαιμό μου. Κάθε βράδυ όταν πέφτω για ύπνο, παλεύω με την έλλειψη παρουσίας σου, μια μάχη που λαμβάνει τέλος μονάχα όταν με ξυπνάς το πρωί. Μαζί σου, πίνω την πρώτη κούπα σκέτου καφέ, με αυτό το πρώτο φως της μέρας. Μαζί σου κάθε πρωί, ακούω μουσική, την οποία επιλέγεις λιγάκι σιωπηλά, νυσταγμένος ακόμα, μουσική που συχνά με εκπλήσσει, καθώς θέτεις έτσι την ενέργεια της κάθε μέρας. Η επιλογή μας να περνάμε τα πρωινά μας μαζί, είναι από τις ωραιότερες που έκανε ποτέ κανείς για εμένα. Αγαπώ το πως κάθε πρωί ξεσκεπάζεις το μαγικό καθρέπτη για να κοιταχτούμε, να ατενίζουμε την μαγική μας εικόνα, συχνά με ένα κερί να καίει. Πάντα με ρωτάς τι κερί πρέπει να ανάψουμε σήμερα, και τι να κάψουμε για τα ευχαριστώ της ημέρας.  Σκέφτομαι μερικές φορές, πόσα χρόνια - πόσα άπειρα χρόνια- πέρασα χωρίς να σου κάνω πρωινό. Αναρωτιέμαι πως άντεχα τη ζωή χωρίς τη μικρή μας πρωινή συ

Γράμματα στη Ζ (σχεδόν Αντίο)

Αγαπημένη μου Ζ, πάει καιρός που έχω να εμφανιστώ, σου έγραψα μόνο σκόρπια σημειώματα, τα βράδια που δε μπορούσα να κοιμηθώ. Σημειώματα χωρίς ροή, συχνά, χωρίς θεματική πρόταση, πόσο μάλλον κατακλείδα.  Ίσως καλύτερα, μιας και γνωρίζεις πως υπήρξε μια μακρά περίοδος πρότασης κατακλείδας. Ένας πραγματικός Κατακλεισμός. Ζ, έφυγα. Όπως έφυγες κι εσύ. Σε περίμενα όλο το καλοκαίρι, μα δε γύρισες το Σεπτέμβρη. Έμπαινα κάθε Τετάρτη στο σπίτι σου. Πότιζα τη Γιούκα σου και το γεράνι. Έφτιαχνα καφέ στην καφετιέρα σου. Τον έπινα στη δική σου πλευρά του μπαλκονιού. Έκανα ένα τσιγάρο, από το πακέτο που κρύβεις μέσα στην άδεια γλάστρα. Μετά έπλενα το φλιτζάνι, καθάριζα την καφετιέρα, άδειαζα το τασάκι, έβαζα τα πάντα στη θέση τους, έκλεινα τα παράθυρα κι έφευγα. Αντίθετα από την είσοδο στο σπίτι σου, στην έξοδο, δε μύριζα πια μπαχαρικά και λιβάνι. Μύριζα το μαλακτικό στο φθαρμένο μπλουζάκι που κράτησα από κάποιο αγόρι, μύριζα λιγάκι τη σκόνη που ξεκουράζεται πάνω στα βιβλία σου. Αλλά δε μύριζα πια

Γράμματα στη Ζ (τεύχος 4)

Αγαπημένη μου Ζ, σήμερα με πήρε τηλέφωνο ο Θ. με πήρε από το καράβι της επιστροφής στη Αθήνα, μου είπε, πως οι μέρες της δουλειάς τελείωσαν και πως επιτέλους γυρνά πίσω. Πίσω, μια λέξη που χωράει κάτι "να σε περιμένει" μα Ζ, τον Θ, δεν τον περιμένει τίποτα στην Αθήνα, κι αυτός είναι ακριβώς και ο λόγος που έφυγε. Όπως ήταν κι ο λόγος που έφυγες εσύ. Το θέμα είναι πως ο αν ο Θ γυρνάει, αυτό σημαίνει πως κάπου τώρα ή έστω λίγο αργότερα γυρνάς κι εσύ. Γυρνάς με το ίδιο καράβι, που γέρνει από δω κι από κει, όσο τα μελτέμια στο Αιγαίο ακόμα ποθούν τους πνιγμένους. Μα Ζ, εύχομαι ειλικρινά να μη πνιγείς, γιατί τότε δεν θα έχω σε κανένα να γράφω, κι ας μη διαβάζεις ποτέ όσα γράφω. Αγαπημένη μου φίλη, μετρώ ήδη δεκαπέντε μέρες προς το φθινόπωρο. Μέρες που είναι άλλοτε λουσμένες στο χρώμα, και κάπου κάπου βυθισμένες στη λήθη. Σε ένα απέραντο σκούρο μπλέ, χωρίς καμία συνέχεια σε κάτι πιο γαλάζιο. Αν και ούτε το καλοκαίρι υπήρξε γαλάζιο για εμάς. Πριν από ένα καλοκαίρι, και για την ακρί

γράμματα στη Ζ (σημείωμα 1)

Αγαπητή Ζ, σου γράφω σε αυτό το χαρτάκι που έχει μέσα η Καρέλια η Χρυσή η Κασετίνα, δεν έχω ούτε πολύ χώρο ούτε πολύ χρόνο. Θα εκμεταλλευτώ ο,τι έχω για να σου πω πως πρέπει να αναπνέεις πιο αργά. Γιατί μπορεί να γνωρίσεις κάποιον και να τρέχεις να προλάβεις την αναπνοή σου, να μη σου πέσει καμιά κουβέντα κάτω, να μη μάθει κανείς πως αγχώνεσαι όταν σε κοιτούν σα να ξέρουν, και τελικά ξεχνάς πως η στιγμή συμβαίνει. Έτσι, θα σε συμβούλευα, να παίρνεις μια βαθεία εισπνοή, και να απαντάς, αφού έχεις κοιτάξει τον άλλο στα μάτια, εαν έστω είσαι απόλυτα σίγουρη πως αξίζει την προσοχή σου. Θέλω να σου πω και κάτι ακόμα, τίποτα δεν είναι κατά λάθος Ζ. Η ζωή έχει μια απίστευτη ειρωνεία στο πως πλέκει τα κεφάλαια της, κι εσύ ο ταπεινός αναγνώστης, δε θα μάθεις ποτέ τι έγινε, αν δεν διαβάσεις ολόκληρο το βιβλίο. Απόψε, αφού έκανα το τελευταίο Καρέλια, σου γράφω, με απόλυτη βεβαιότητα, πως σε αυτό το παιχνίδι, είμαστε μόνο για να παίξουμε. Το χαρτάκι τελειώνει. Να αναπνέεις αργά.

Γράμματα στη Ζ (τεύχος 2)

Αγαπητή Ζ, αφήνω όπως πάντα τα τυπικά για λίγο αργότερα, και εσένα να αποφανθείς αν πρόκειται τελικά για στίχο από τραγούδι ή όχι Ζ προχθές έκατσα στον πάγκο της κουζίνας, όπως συχνά κάνω όταν θέλω να σκεφτώ κάτι στο οποίο ξέρω εξ αρχής πως δεν θα έχω ποτέ απαντήσεις. Κοιτάω το μωσαϊκό και βλέπω ένα σωρό σχήματα, να οποία όταν ανακαλύψεις τις μορφές τους είναι αδύνατα να τα ξεδείς. Αυτή την ατάκα Ζ μου την είπε ένας τύπος για τον οποίο δεν έχω να σου πω ούτε μια λέξη πραγματικά, κι όταν το λέω αυτό, εννοώ πως συνήθως λέμε λέξεις για ανθρώπους προσπαθώντας να τους περιγράψουμε σε κάποιον άλλον. Όταν για παράδειγμα ήμασταν σε εκείνο το καφέ στη Μαυρομιχάλη, κι έκανε λιγάκι κρύο και φορούσες εκείνο το μωβ μεγάλο κασκόλ, είχες μόλις γνωρίσει το Γ, πριν από λίγο μάλιστα, και μου είπες τις εξής λέξεις: "αυτός χορεύει στο δικό του ρυθμό" και εγώ σε ρώτησα τι εννοούσες, προσπάθησες να μου εξηγήσεις την εικόνα στο κεφάλι σου, μα ήταν μάταιο, και τελικά ξαναείπες την ίδια φράση. Μακά
μια φορά με ένα φίλο μου καταλήξαμε πως δεν είμαστε σούπερ ήρωες κι ας ξενυχτάμε γιατί κάνει καλό, αλλά πως να το κάνουμε, δε προσέχουμε το γκοθαμ σιτι και κυρίως δεν έχουμε και τόσα γκάτζετς, και άσε που το δικό μας ξενύχτι δεν βοηθάει και σε πολλά, αλλά μας κατευνάζει τα νεύρα μας άρα μάλλον βοηθάει εν είδει συλλογικότητας στα άνω ιλίσια, στις τέσσερις πολυκατοικίες γύρω από τη δική μου δεν υπάρχει άλλο φως αναμμένο και η κάτω πόρτα έχει κλειδωθεί από τις δέκα θα ήθελα να έχω αποφασίσει πως δε θα κοιμηθώ καθόλου, πως θα πάω σερί στην επόμενη μέρα αλλά δεν ξέρω αν έχω τόσα τέρατα να νικήσω σήμερα ή απλά την επιμονή μου στη φαντασία όπως και τη μόνιμη αναβλητικότητα καψουρεμένη με την αδιαφορία σε όσα οι άλλοι θεωρούν σημαντικά είναι η τελευταία φορά που γράφω αυτό το κείμενο θα διαγραφεί πριν δει το φως της μέρας, κι είναι κι αυτό πιο δίκαιο, πιο σωστό, είναι καλύτερα να μη λέμε την αλήθεια, μα να την κρατάμε κάπου κρυμμένη, για όσα όλα είναι πολύ φανερά παίρνω

Μεταδραματικό Στρές

Εικόνα
Ξέρεις μερικές φορές η μπίλια δε σταματάει. Εννοώ αν η ζωή μας είναι ρουλέτα, ξέρεις. Δε σταματάει στο επτά ή στο εννιά, στο δεκατρία, στο εικοσιένα. Συνεχίζει ατελείωτα να στροβιλίζεται, περνάει από όλα τα νούμερα με ταχύτητα που σύντομα δε τη βλέπεις καν. Υπνωτίζεσαι από τις χαμένες εικόνες, που γίνονται μοτίβα. Τίποτα πια σταθερό, αλλά όλα σε τέλεια ισορροπία, τίποτα εμφανές, αλλά ξέρεις πως όλα είναι εκεί.Όταν λέμε πως ο κόσμος μας είναι μαγικός όμως, το λέμε για τα πράγματα που δε τα βλέπουμε μα είναι εκεί. Αν και σε αυτή την περίπτωση τα νιώθουμε. Όπως την αγάπη. Πως μπορείς να δείς τη αγάπη; Τι βλέπεις στην καρδούλα που θα στείλεις σε ένα χαζό τσατ με κάποιον για τον οποίο έχεις συναισθήματα. Ορίστε, η αγάπη απέκτησε εικόνα. Είναι νωρίς για να γίνομαι κυνική. Είναι μόλις 1:20 το πρωί. Καλύτερα να περιμένω να ξημερώσει. Το περίεργο πράγμα με το γράψιμο, είναι πως είναι διαρκές, όπως αυτή η μπίλια. Γράφεις σε σημειωματάρια, σε ημερολόγια, σε αποδείξεις, σε τιμολόγια, στις σημε